Με τη συγκυρία να παραµένει ευννοϊκή για τα ελληνικά έξτρα παρθένα ελαιόλαδα, ενώ είναι δυσεύρετα στην Ευρώπη τα ποιοτικά ελαιόλαδα, η αγορά δείχνει αξιόλογες αντιστάσεις στο κύµα διόρθωσης που αναπτύχθηκε ιδίως στην Ισπανία. Οι τελευταίες εκτιµήσεις θέλουν τις ιταλικές βιοµηχανίες, που πληρώνουν εδώ και πολλούς µήνες 6,30 ευρώ για την ιταλική σοδειά, να αναζητούν ποσότητες για τις παραγγελίες των επόµενων µηνών. Η αγορά φαίνεται πως µπορεί να βρει ισορροπία στα σηµερινά επίπεδα τιµών, ενώ πιθανή διόρθωση θα έβρισκε «στη γωνία» τη ζήτηση από αγοραστές που προς το παρόν απέχουν.
Το ελληνικό ελαιόλαδο για να µη χάσει το τρένο της παγκόσµιας αγοράς, που πλέον έχει ωριµάσει, είναι πολύ ανταγωνιστική κι έχει τα φόντα να αναπτυχθεί σηµαντικά µεσοπρόθεσµα, εκτός από ποιότητα χρειάζεται και ονοµατεπώνυµο. Αυτό τόνισε ο εκτελεστικός διευθυντής και µέλος του ∆Σ της Λέσχης Φίλων Ελαιόλαδου & Ελιάς «ΦΙΛΑΙΟΣ» και γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ Γιώργος Οικονόµου, σηµειώνοντας πως «το πρώτο εµπόδιο που πρέπει να υπερκεράσει ένα ποιοτικό ελληνικό προϊόν για να µπορέσει να κατακτήσει υπεραξία είναι η µέτρια εικόνα, που προσδίδει ο ξένος καταναλωτής στα ελληνικά προϊόντα».
Για να τεκµηριώσει, µάλιστα, τη θέση του, έφερε ένα παράδειγµα που πονάει µεν, αλλά είναι µια πικρή αλήθεια. «Αν έχουµε δύο εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ίδιας ποιότητας, µε ελκυστική συσκευασίας και καλά σχεδιασµένο brand name, το ένα ιταλικό και το άλλο ελληνικό, το πρώτο το σπρώχνει η αύρα της ποιότητας, της µόδας και το lifestyle, τα οποία έχει συνδέσει ο ξένος καταναλωτής µε το made in Italy, ενώ το άλλο, το ελληνικό, πρέπει, δυστυχώς, να ξεπεράσει τον εαυτό του και να παλέψει µε δεκάδες εµπόδια», σηµείωσε χαρακτηριστικά.
Σε µια οµιλία, που ήχησε και σαν «ξυπνητήρι» για τους εµπλεκόµενους του «πράσινου χρυσού» της ελληνικής γης, στο πλαίσιο ηµερίδας για το ελαιόλαδο της «ΦΙΛΑΙΟΣ» στη φετινή διεθνή έκθεση τροφίµων και ποτών «Detrop & Oenos», ο κ. Οικονόµου ζήτησε να υπάρξει άµεσα χάραξη εθνικής στρατηγικής για το ελληνικό ελαιόλαδο. Όπως εξήγησε, το µεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα του εγχώριου προϊόντος είναι η ποιότητά του, ενώ αντίθετα η συνεχής συµπίεση των τιµών κάνει ανεπανόρθωτη ζηµιά στην εικόνα του και στη µελλοντική του πορεία.
απαιτείται, ακόµη, προσανατολισµός της όποιας στρατηγικής στον καταναλωτή, µε χαρτογράφηση της αγοράς (βασικοί πελάτες, ανταγωνισµός, κανάλια διάθεσης), κατανόηση των επιµέρους τµηµάτων των καταναλωτών (διαφορές τους προς τη γνώση τους για το προϊόν, τα αγοραστικά τους κίνητρα, κλπ), σύνδεση των καταναλωτικών επιθυµιών και αγοραστικών κινήτρων µε προϊοντικά χαρακτηριστικά, τοποθέτηση των brands ως βάση διαφοροποίησης και δράσεις προβολής.
Ως προς το µέγεθος, τη δοµή και τη δυναµική του κλάδου διεθνώς, ο κ. Οικονόµου ανέφερε πως η Ελλάδα είναι η 3η σηµαντικότερη χώρα στην παραγωγή ελαιόλαδου, µε µέσο όρο 320.000 τόνους ετησίως, µε πρώτη την Ισπανία µε 1,5 εκατ. τόνους και 2η την Ιταλία µε 350.000 τόνους. Σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, υψηλή καταγράφεται σε Γερµανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Μεγάλη Βρετανία, ενώ εκτός ΕΕ ξεχωρίζουν ΗΠΑ, Αυστραλία, Ιαπωνία, Κίνα, Καναδάς, Βραζιλία, Ρωσία, Ταϊβάν κ.λπ.
Aυθεντικότητα, μύθος και ποιότητα τα βασικά όπλα
Τα υλικά που θα χρειαστούν για να «χτιστεί» ένα προϊόν µε brand name και υψηλή προστιθέµενη αξία, που θα το επιλέγει ο καταναλωτής, κατά τον οµιλητή, υπάρχουν και περιµένουν να τα αξιοποιήσουµε. Αυτά είναι η µοναδικότητα του προϊόντος, η αυθεντικότητα και ο «µύθος» που το συνοδεύει, σε συνδυασµό µε την ποιότητα, το άρωµα και τη γεύση του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου. «Πόσα προϊόντα διεθνώς έχουν άραγε τόση ιστορία και τόσα πράγµατα να πουν; Με 4.000 χρόνια ιστορίας, µε συµβολισµό και αναφορές στη διατροφή, τον αθλητισµό, την ιατρική και την κοσµετολογία, µε αυθεντικότητα και αυτόχθονες ποικιλίες, και καινοτοµία, που παρακολουθεί τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις µε σεβασµό όµως στην παράδοση;», διερωτήθηκε ο κ. Οικονόµου.
Με δεδοµένο το διεθνές περιβάλλον, τις ενέργειες και τη στρατηγική των βασικών ανταγωνιστών ο οµιλητής έκανε ιδιαίτερη µνεία στο θέµα των πιστοποιηµένων προϊόντων ποιότητας, εκφράζοντας την εκτίµηση ότι «ο θεσµός των ΠΟΠ προϊόντων αποτελεί για το ελληνικό ελαιόλαδο την τελευταία µεγάλη ευκαιρία», ενώ εστίασε επίσης και στα βιολογικά προϊόντα. Υποστήριξε, ακόµη, πως η εθνική στρατηγική θα πρέπει να προβλέπει τον καθορισµό αγορών στόχων προτεραιότητας, συνέργειες και πόρους από όλους τους φορείς και συλλογική απόφαση ως προς τη διάθεσή τους µε στόχο την αποτελεσµατικότερη επίτευξη των εθνικών στόχων, τη διατύπωση ποσοτικά µετρήσιµων στόχων και των χρονοδιαγραµµάτων επίτευξής τους, µε ταυτόχρονη µέτρηση και των αποτελεσµάτων των δράσεων.