Η μικρή αλλά αισθητή ανάκαμψη των τιμών παραγωγού στην Ελλάδα τις τελευταίες 15 μέρες δεν φαίνεται να είναι κάτι παροδικό. Αποτελεί μία υγιή, αν και περιορισμένη, προσπάθεια της αγοράς να επιστρέψει σε πιο λογικά επίπεδα τιμής, ισορροπώντας μεταξύ 4,00 και 4,50 ευρώ το κιλό κατά την «θερμή» (με όλες τις έννοιες) περίοδο του Ιουλίου – Σεπτεμβρίου.
Το συγκεκριμένο επίπεδο τιμής, είναι σίγουρα καλύτερο από τα όσα πλήρωνε το εμπόριο έως το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Προοπτικές για κάτι καλύτερο προς το παρόν δύσκολα θα υπάρξουν, αφού πρόθυμοι να πουλήσουν στα επίπεδα αυτά υπάρχουν. Μόνος σοβαρός λόγος να αλλάξει η κατάσταση είναι αν συμβεί κάποιο ακραίο καιρικό φαινόμενο στην καρδιά της Χαέν. Μία τέτοια εξέλιξη, σαφώς θα χαμήλωνε τον πήχη των προσδοκιών για την επόμενη σεζόν (1,5 με 1,7 εκατ. τόνοι η Ισπανία και 3,4 – 3,6 εκατ. τόνοι παγκοσμίως) και θα δημιουργούσε εντάσεις στην αγορά.
Άλλωστε, ήδη οι χαμηλές τιμές και ο υψηλός ρυθμός των πωλήσεων οδηγεί σε λιγοστά αποθέματα στα τέλη της 2024/25, εφάμιλλα της 2023/24, κάτι που μεγάλη μερίδα του κλάδου θεωρεί αναγκαίο ώστε να μην καταρρεύσουν οι τιμές παραγωγού κάτω του κόστους σαν αρχίσει να λαδώνει η νέα σοδειά από Νοέμβριο. Ήδη πάντως η ισπανική κυβέρνηση μελετά έναν μηχανισμό απορρόφησης πλεονάσματος ελαιοκάρπου από Οκτώβριο για να συγκρατήσει τις τιμές, ακόμη και σε ενδεχόμενη υπερπαραγωγή.
Οι πολύ χαμηλές τιμές έχουν προκαλέσει και ισχυρές εντάσεις. Όπως αναγνωρίζουν οι συνεταιριστικές οργανώσεις της Ισπανίας, ο ισπανικός κλάδος έχει πουλήσει το 70% της αθροιστικής διαθεσιμότητας κατά την φετινή ελαιοκομική περίοδο και όμως οι τιμές παραγωγού συνεχίζουν να φλερτάρουν με το κόστος καλλιέργειας. Σε σχετικές δηλώσεις του αναφορικά με το ισπανικό ισοζύγιο Μαΐου, ο Γενικός Γραμματέας της UPA Ανδαλουσίας, Χεσούς Κοζάρ Πέρεζ αναρωτιέται: «Πώς είναι δυνατόν, με αυτά τα εξαιρετικά στοιχεία και με προβλέψεις ότι η περίοδος εμπορίας θα κλείσει με 1,5 εκατομμύριο τόνους πωληθέντων, πάνω από την παραγωγή, και με ελάχιστο κενό μεταξύ των συγκομιδών, οι ελαιοπαραγωγοί να συνεχίζουν να χάνουν χρήματα μήνα με το μήνα; Η ζήτηση παραμένει ισχυρή, οπότε πρέπει όλοι μαζί να εργαστούμε για να φέρουμε λογική στην τιμή της πηγής. Ο τομέας πρέπει να συνειδητοποιήσει, μια για πάντα, τι διακυβεύεται. Οι ελαιοπαραγωγοί δεν μπορούν να συνεχίσουν να χάνουν χρήματα μήνα με το μήνα. Δεν υπάρχει πλεόνασμα ελαιολάδου, υπάρχουν πάρα πολλοί κερδοσκόποι και μόνο ο ίδιος ο τομέας μπορεί να το διορθώσει αυτό εκ των έσω».
Rebound στην ζώνη των 4 ευρώ με κορυφές στα 4,5 για το καλό έξτρα
Το άκουσμα της ήπιας ανοδικής αντίδρασης στην ισπανική αγορά από τα μέσα Μαΐου μεταφέρθηκε τελικά με σχεδόν 30 μέρες καθυστέρηση και στην Ελλάδα. Μέσα σε λίγες μέρες, προ 10ημέρου, τα 3,30 με 3,50 ευρώ της Μεσσηνίας έγιναν 3,50 με 3,80 ευρώ το κιλό, η Λακωνία (Δήμος Μονεμβασιάς) ανέκτησε τα 4,00 – 4,10 ευρώ και φάνηκε πως είναι εφικτό να ανακτηθούν σταδιακά και τα 4,50 ευρώ για ορισμένες άριστες παρτίδες. Επιπλέον, ο ΑΣ Παλαιοπαναγιάς έκλεισε συμφωνία για ένα βυτίο στα 4,10 ευρώ το κιλό. Υπάρχουν επίσης και κάποια ιδιωτικά εργοστάσια, όπως αυτό του Κολοκούρη – Βλάχου στο Βλαχιώτη, που πληρώνουν 4,50 – 4,55 ευρώ το κιλό στους συνεργαζόμενους παραγωγούς, έως ότου συμπληρωθούν κάποια βυτία για μια μεγάλη παραγγελία προς Λουξεμβούργο. Σε άλλες μικρότερες ζώνες ακούγονται κάποιες δειλές αυξήσεις. Εσχάτως και η Κρήτη (Μεσαρά, Κυπαρισσία) ανέκτησε τα 4,00 ευρώ το κιλό. Για την ελληνική αγορά, οι παραπάνω εξελίξεις σηματοδοτούν πως το εύρος 4,00 με 4,50 ευρώ το κιλό θα επανέλθει στο προσκήνιο της αγοράς για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, ίσως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι παραγωγοί καλούνται σαφώς να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση προς αποδέσμευση αποθεμάτων. Πολύς κόσμος έχει μέσα λάδι απούλητο απ’ όλη τη χρονιά και δεν μπορεί να περιμένει πολύ ακόμα.
Αναζητά μεσοπρόθεσμες ισορροπίες με τις τιμές στο όριο του κόστους
Η «ατμομηχανή» της παγκόσμιας ελαιοκομίας ασθμαίνει και ξεμένει από καύσιμα παρά την κατά τα φαινόμενα καλή πορεία της στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή. Η σημαντική ανάκαμψη της κατανάλωσης τυποποιημένου ελαιολάδου (60-65%) κατά την διάρκεια της φετινής χρονιάς που η εγχώρια διαθεσιμότητα αυξήθηκε κατά 65-70%, αποτελεί πραγματικό ευτύχημα και σημαντική παρακαταθήκη για την συνέχεια. Ωστόσο, οι συνθήκες απαιτούν δικλείδες ασφαλείας (πχ. μηχανισμούς απόσυρσης ελαιοκάρπου) για την προστασία του εισοδήματος των παραγωγών, ενόψει μιας ακόμη καλύτερης σοδειάς, μάλλον μεταξύ 1,4 και 1,7 εκατ. τόνων. Τα 3,50 με 3,80 ευρώ το κιλό για το έξτρα και τα 2,90 με 3,00 ευρώ για το λαμπάντε, αντιστοιχούν ίσα ίσα στο κόστος καλλιέργειας και κάποια μικρά έξοδα αποσβέσεων. Επουδενί στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, το τρέχον επίπεδο τιμών παραγωγού δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική αξία της πρώτης ύλης και οι ιθύνοντες το γνωρίζουν. Στις 17 Ιουνίου, συμπληρώθηκε ένας μήνας «αθόρυβης» ανόδου στην ισπανική αγορά ελαιολάδου. Τα πραγματικά ποιοτικά έξτρα στην Ισπανία πληρώνονται πάνω από 4,20 ευρώ το κιλό, σήμερα. Στο κομμάτι των εκτιμήσεων, αρκετά πράγματα έχουν αλλάξει τις τελευταίες βδομάδες. Εδώ και κάνα μήνα λοιπόν, συγκεκριμένα μετά την σημαντικότερη έκθεση του κλάδου, ΕXPOLIVA 2025 (14-17 Μαΐου), κυκλοφόρησαν πολλές εκτιμήσεις περί παραγωγής της Ισπανίας πάνω από 1.900.000 τόνους. Οι αρχικές λοιπόν εκτιμήσεις υποχωρήσει ήδη κατά 15%, λόγω θερμού Μαΐου και παρενιαυτοφορίας.
Χωρίς εγχώριο ελαιολάδο αλλά με φθηνούς τροφοδότες η Ιταλία
Υψηλές τιμές για ανύπαρκτο ελαιόλαδο (53.000 τόνοι όλοι κιόλοι σε απόθεμα 30 Μαΐου) συντηρεί ο ιταλικό κλάδος, με το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να παραμένει στην ζώνη των 9 με …13 ευρώ, για μικρούς ωστόσο όγκους (10.000 τόνοι το μήνα). Η χώρα μπήκε στην τουριστική περίοδο με μεγάλη ανάγκη για εισαγωγές βιομηχανικού άσσου (λαμπάντε) και έξτρα παρθένου ελαιολάδου, που καλύπτει με προσεκτικές εισαγωγές από Ισπανία, Τυνησία και Ελλάδα. Στην περίπτωση του λαμπάντε, η σημαντική αύξηση της ζήτησης έχει ήδη μετουσιωθεί σε άνοδο των τιμών στην Ισπανία σε πάνω από 2,90 ευρώ το κιλό, όπως επίσης και σε τσίμπημα της τιμής του έξτρα στα επίπεδα των 3,70 με 3,80 ευρώ το κιλό. Είναι επίσης αλήθεια πως οι μεσίτες που δραστηριοποιούνται σε Πελοπόννησο και Κρήτη για χάρη των παραδοσιακών Ιταλών αγοραστών, απέχουν. Κατά μία άποψη, καθώς η αγορά γνωρίζει πως η Ελλάδα συντηρεί μία αξιοπρεπή ποσότητες ανώτερης ποιότητας έξτρα, τα κρατάει… ρεζέρβα για την περίοδο σύνδεσης, όταν δηλαδή θα εντοπίζεται η μεγαλύτερη έλλειψη σε εξτρίσσιμο ελαιόλαδο. Ήδη γίνεται σε πολλές περιπτώσεις δύσκολο για τους Ιταλούς να βρουν τέτοιες παρτίδες στις υπόλοιπες χώρες – μεγάλους παραγωγούς. Στο μέτωπο της παραγωγής, η φετινή αποκαρδιωτική σοδειά (220-230.000 τόνους το μέγιστο), αναμένεται να δώσει την θέση της σε μία αρκετά καλύτερη, ίσως άνω των 300.000 τόνων, σε συνέχεια της καλής ανοιξιάτικης και χειμερινής περιόδου με καλές βροχές και υπερεπάρκειας καλλιεργητικών φροντίδων εκ μέρους των Ιταλών παραγωγών.
