Συνέντευξη στη Σοφία Σπύρου
Σε ό,τι αφορά τη σχέση του με την Ελλάδα, πέρα από τον θαυμασμό του για τους φανταστικούς χυμούς ελιάς που παράγει, συμμετέχει ως επικεφαλής του πάνελ κριτών στον διαγωνισμό Athena IOOC.
Πώς γνωρίσατε τον κόσμο του ελαιολάδου και ποια είναι η σημερινή επαγγελματική σας θέση;
Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη Γεωπονία στο Πανεπιστήμιο της Cordoba και αργότερα έκανα μεταπτυχιακό στην Ελαιοκομία. Από εκεί και πέρα αφοσιώθηκα σε αυτό το αντικείμενο. Επαγγελματικά, όλοι οι τομείς της δραστηριότητάς μου σχετίζονται με το ελαιόλαδο. Αφενός, είμαι διευθυντής της Ένωσης Ελαιοκομικών Δήμων Ισπανίας (AEMO), η οποία συγκεντρώνει 142 δήμους και ελαιοκομικές επαρχίες της Ισπανίας, είμαι επίσης μηχανικός έργου σε ελαιουργεία και διαχειρίζομαι ένα οικογενειακό, βιολογικό αγρόκτημα με ελιές στην πόλη μου. Στη γευσιγνωσία ειδικεύτηκα πριν από χρόνια. Με την ΑΕΜΟ διοργανώνουμε διαγωνισμούς ποιότητας, με καλούν επίσης και σε άλλους διεθνείς διαγωνισμούς σαν κριτή ή διευθυντή.
Καθώς η μεσογειακή διατροφή κερδίζει έδαφος, η ζήτηση για ελαιόλαδο αυξάνεται, το ίδιο και η παραγωγή. Μπορεί η ζήτηση να συμβαδίζει με την αυξανόμενη προσφορά;
Ας μην ξεχνάμε ότι το ελαιόλαδο μόλις και μετά βίας αντιπροσωπεύει το 2% της παγκόσμιας κατανάλωσης λιπαρών ουσιών στην ανθρώπινη διατροφή, οπότε ας δούμε το 98% της πιθανής αγοράς. Είναι σίγουρο ότι η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται, αλλά αυτό συμβαίνει εδώ και τρεις δεκαετίες και, εν τέλει, κάθε χρονιά πωλείται το 100% του παραγόμενου ελαιολάδου. Το πρόβλημα είναι η τιμή. Αν βασιστούμε στις αξίες της ελαιοκομίας: την Υγεία, τη Γαστρονομία, τον Μεσογειακό Πολιτισμό και το Περιβάλλον, μπορούμε να γίνουμε ακατανίκητοι. Δεν υπάρχει λιπαρή ουσία που μπορεί να φτάσει το ελαιόλαδο. Πρέπει όμως να βρούμε πώς θα επικοινωνήσουμε αυτό το γεγονός στον παγκόσμιο καταναλωτή. Αν γίνει αυτό, δεν θα έχουμε κάθε χρόνο προβλήματα στην πώληση, ακόμα κι αν η παραγωγή αυξάνεται. Η πρόκληση είναι να πωλούμε σε μια αξιοπρεπή τιμή, τέτοια που να καλύπτει τα κόστη.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ελαιώνων Ισπανίας και Ιταλίας είναι παραδοσιακά λιοστάσια όπου οι ελιές καλλιεργούνται σχεδόν όπως και πριν από 100 χρόνια ή περισσότερο. Μπορούν αυτά τα αγροκτήματα να αντισταθούν στις τεχνολογικές αλλαγές ή θα βιώσουν ένα τέλος εποχής;
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα φτάσουμε εκεί, μιας και η καλλιέργεια της ελιάς σε πολλές αγροτικές περιοχές δεν αποτελεί μόνο μια πηγή απασχόλησης, αλλά είναι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής που μας έχει διαμορφώσει ως ανθρώπους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι οι εντατικοί ελαιώνες έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος παραγωγής από τους παραδοσιακούς και αυτό μπορεί να επηρεάσει τη μελλοντική βιωσιμότητα των τελευταίων. Είναι επίσης αλήθεια ότι ορισμένες περιοχές όπου η κλίση εδάφους το επιτρέπει, είναι δηλαδή λιγότερο από 15%, θα πρέπει να αλλάξουν τα συστήματα καλλιέργειας σε πιο ορθολογικά. Η ανησυχία εστιάζει στις περιοχές των λόφων ή των βουνών. Σε αυτούς τους ορεινούς τόπους, που είναι οι αρχαιότερες περιοχές καλλιέργειας της ελιάς, θα πρέπει να αναζητήσουμε την προστιθέμενη αξία, πατώντας σε υπηρεσίες που προσφέρουν τα δέντρα της ελιάς. Η ελιά είναι ένα δέντρο απόλυτα συνυφασμένο με το τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά του κάθε τόπου. Το λάδι της διαθέτει μοναδικά γευστικά και υγειοπροστατευτικά χαρακτηριστικά. Η ελαιοκαλλιέργεια έχει κοινωνική σημασία για τη διατήρηση του ντόπιου πληθυσμού. Έχει επίσης τεράστια οικολογική σημασία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και των δασικών πυρκαγιών. Όλες αυτές οι αξίες πρέπει να ληφθούν υπόψη στις επιλογές των καταναλωτών αλλά και στο σχεδιασμό των μελλοντικών ευρωπαϊκών πολιτικών, που πρέπει να στηρίξουν τον παραδοσιακό ορεινό ελαιώνα.
Για το ευρύ κοινό είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό γιατί πρέπει να χρησιμοποιηθούν ευρωπαϊκά κονδύλια για την επιδότηση της παραδοσιακής ελαιοκαλλιέργειας, η οποία δεν είναι βιώσιμη χωρίς επιδοτήσεις.
Όπως προανέφερα εξαιτίας των πολλών υπηρεσιών που προσφέρουν τα ελαιόδεντρα, επειδή συμβάλλουν στη διατήρηση του πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές, ενός πληθυσμού που ενεργεί σαν φύλακας του περιβάλλοντος. Εμείς στην AEMO ζητήσαμε τη γνώμη των Ισπανών καταναλωτών και αναγνωρίζουν ότι πρέπει να δώσουμε διαφορετική βοήθεια στον αγροτικό κόσμο που διατηρεί τον ελαιώνα υπό δυσμενείς οικονομικές συνθήκες λόγω του υψηλού κόστους και είμαστε σίγουροι ότι θα έχουν την ίδια άποψη και οι Ευρωπαίοι γείτονές μας.
Η επιτυχία των ΠΟΠ / ΠΓΕ δείχνει ότι οι καταναλωτές είναι έτοιμοι να εκτιμήσουν τα προϊόντα που ξεχωρίζουν για τα χαρακτηριστικά τους και για τον τρόπο παραγωγής τους.
Συμφωνώ απολύτως ότι οι πιστοποιήσεις ποιότητας, είτε προέλευσης (ΠΟΠ – ΠΓΕ), είτε βιολογικής ή βιοδυναμικής παραγωγής, προσθέτουν αξία στο προϊόν στα μάτια του καταναλωτή, επειδή υπάρχει κάποιος οργανισμός υπεύθυνος να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του προϊόντος με την περιγραφή του. Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, όπως το κρασί ή τα τυριά, δεν είναι απλά ένα τρόφιμο, είναι ένα γαστρονομικό προϊόν που συνδέεται με συγκεκριμένη ποιότητα και περιοχή, που ο καταναλωτής το αναζητά και το επιθυμεί και ως εκ τούτου η πιστοποίηση της προέλευσής ή του ιδιαίτερου τρόπου παραγωγής τού προσθέτουν αξία χωρίς αμφιβολία. Εμείς στην Ισπανία επιμένουμε στη διαφοροποίηση των παραγωγών των ορεινών περιοχών και αυτά τα «εργαλεία» μπορούν να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτό.
Ένας μικρός παραγωγός έχει άλλη επιλογή από την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας;
Ο μικρός παραγωγός δεν διαθέτει άλλη διέξοδο από το να παράγει εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο με υψηλή διαφοροποίηση, ώστε να είναι ανταγωνιστικός. Αυτό είναι γνωστό σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Γαλλία. Στην Ισπανία επιμένουμε στη συνεταιριστική συγκέντρωση ελαιολάδου ως μοντέλο επιβίωσης. Πιστεύουμε όμως ότι η παραγωγή παρτίδων υψηλής ποιότητας για την τοπική αγορά είναι μια βιώσιμη λύση για μικρές εκμεταλλεύσεις με υψηλότερα κόστη παραγωγής. Σε κάθε φόρουμ που η ΑΕΜΟ παρακολουθεί λέμε στους μικρούς: «Ποιότητα του προϊόντος ή εγκατάλειψη του ελαιώνα», δεν υπάρχει άλλη λύση.
Η Ιταλία ηγείται της αγοράς και το ιταλικό ελαιόλαδο απολαμβάνει ακόμη και κατά 50% υψηλότερη τιμή από το ελληνικό και το ισπανικό επειδή έχει καθιερωθεί διεθνώς ως υψηλής ποιότητας προϊόν. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του ελληνικού και ισπανικού ελαιολάδου;
Η Ιταλία είναι ο ηγέτης στην «εμπορευματοποίηση» του ελαιολάδου και στην απόκτηση προστιθέμενης αξίας. Εμείς αντί να τους επικρίνουμε, θα έπρεπε να μαθαίνουμε από αυτούς. Στο μέλλον, και αυτό ήδη γίνεται, αυτόν το δρόμο πρέπει να ακολουθήσουν η Ελλάδα και η Ισπανία και να εξάγουν τα ελαιόλαδα στις νέες χώρες καταναλωτές με υψηλή τιμή και από την οπτική γωνία της μέγιστης ποιότητας. Σε όλα τα παραπάνω η επένδυση στην εκπαίδευση των καταναλωτών είναι το κλειδί και εδώ πρέπει να καταβάλουμε προσπάθεια. Στην Ισπανία αυτό το έργο γίνεται μέσω διεπαγγελματικών και κοινοτικών ενισχύσεων για το marketing, αλλά είναι απαραίτητη η εντατικοποίηση και οι περαιτέρω δαπάνες σε αυτές τις δράσεις.
Φέτος οι ξηρασίες, οι υψηλές θερμοκρασίες, οι πυρκαγιές έχουν πείσει το κοινό ότι η εποχή της κλιματικής αλλαγής είναι εδώ. Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγορά του ελαιολάδου, πώς μπορεί να επηρεαστούν οι μικροκαλλιεργητές;
Υπάρχει μια αναλογική σχέση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της καλλιέργειας της ελιάς. Αφενός, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την καλλιέργεια των ελαιόδεντρων στον κόσμο με διάφορους τρόπους. Βραχυπρόθεσμα, περιορίζει τις παραγωγές των τελευταίων ετών. Η Ισπανία είχε δυνατότητες παραγωγής 2 εκατ. τόνων και όμως τα τελευταία 5 χρόνια η μέση παραγωγή ήταν μόλις 1,4 εκατομμύρια. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάνει τις ζώνες καλλιέργειας να μετατοπίζονται προς τα βόρεια. Από τη μια βλέπουμε τις πρώτες εικόνες από ελαιώνες που δεν υπήρχαν εκεί ποτέ όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο ή την Ολλανδία, από την άλλη βλέπουμε ερημοποιήσεις στη Νότια Ευρώπη μιας και είναι ολοένα και πιο δύσκολο να συμπληρωθούν αρκετές ώρες ψύχους για την καρποφορία. Σε αυτό τον τομέα η έρευνα για νέες ποικιλίες θα είναι απαραίτητη. Αφετέρου, όμως με έναν αντίστροφο τρόπο, η καλλιέργεια της ελιάς μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής επειδή είναι το μεγαλύτερο «καλλιεργούμενο δάσος» στη Μεσόγειο, δεσμεύει άνθρακα όταν εφαρμόζουμε ορθές πρακτικές και ως εκ τούτου αυτό πρέπει να επικοινωνηθεί στους καταναλωτές.
Σύμφωνα με το σύστημα NutriScore, ο καταναλωτής πληροφορείται ότι το ελαιόλαδο είναι χαμηλότερης διατροφικής ποιότητας από πολλά άλλα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων υπερεπεξεργασμένων.
Το NutriScore πρέπει να παυτεί οριστικά και αυτό το έργο επωμίζονται οι μεσογειακές χώρες της ΕΕ. Ειδικά η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα πρέπει να ενωθούν σε ένα κοινό μέτωπο για να σταματήσουν αυτή την ανοησία, που καταδικάζει τρόφιμα όπως το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Να υιοθετήσουμε ένα ορθολογικό ευρωπαϊκό σύστημα, καταρτισμένο από την Αρχή Τροφίμων, που προωθεί τη Μεσογειακή Διατροφή.
Υπάρχει μια τάση ανάμεσα στους Έλληνες παραγωγούς ελαιολάδου να εστιάζουν στις υγειοπροστατευτικές ιδιότητες του ελαιολάδου. Πρέπει το ελαιόλαδο να διαφημίζεται ως ένα φυσικό φάρμακο;
Το εξαιρετικό παρθένο θεωρείται η πιο υγιεινή λιπαρή ουσία και είναι επίσης ένα συστατικό που προσθέτει γεύση, άρωμα και χρώμα. Πρέπει να τα ντύσουμε όλα αυτά με το περιτύλιγμα του πολιτισμού της Μεσογείου και να βάλουμε μια ταμπέλα που θα γράφει «παράγεται σε βιώσιμο περιβάλλον, που μειώνει την κλιματική αλλαγή».
Γιατί μια μικρή οικογενειακή εταιρεία παραγωγής ελαιολάδου να πάρει μέρος σε έναν διεθνή διαγωνισμό;
Οι σοβαροί διαγωνισμοί αποτελούν συχνά εφαλτήριο για να βάλουμε μια επιχείρηση στο χάρτη και να βοηθήσουμε στο καλύτερο μάρκετινγκ. Αλλά όπως πάντα στη ζωή, πρέπει να επιλέξουμε τους καλύτερους και πιο αυστηρούς διαγωνισμούς και, κατά τη γνώμη μου, δεν πηγαίνουμε σε όλους, επειδή ορισμένα μετάλλια αξίζουν περισσότερο από άλλα. Δεν θα είμαι εγώ, σαν διευθυντής του EVOOLEUM, που θα πω ποιοι είναι οι καλύτεροι και ποιοι όχι, αλλά προτείνω να διαβάσετε τις βάσεις, να δείτε τις κριτικές επιτροπές, να δείτε τα εχέγγυα αντικειμενικότητας και από εκεί να αποφασίσετε.
Από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη μόνο υπέροχοι χυμοί ελιάς
Απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με τη σταθερή συμμετοχή του ως κριτής στον Athena IOOC, ο Jose Maria Penco αναφέρει σχετικά: «Η Ελλάδα είναι το λίκνο της Μητέρας Ελιάς στην Ευρώπη και η Ελλάδα έπρεπε να έχει έναν διεθνή διαγωνισμό αναφοράς με αυστηρή και σοβαρή δουλειά. Ο Athena IOOC έχει γίνει ένας από τους πιο διάσημους διαγωνισμούς στον κόσμο. Είναι ένας αντικειμενικός διαγωνισμός και εγγυάται μια σοβαρή αξιολόγηση των δειγμάτων με μια εξαιρετική κριτική επιτροπή, εξ ου και η αυξανόμενη επιτυχία του στον αριθμό των συμμετεχόντων δειγμάτων. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο διαγωνισμός από το πρώτο του «χιλιόμετρο» εισήγαγε την Ελλάδα στα καλύτερα ελαιόλαδα σε παγκόσμιο επίπεδο και την έκανε γνωστή για τους φανταστικούς χυμούς ελιάς που παράγονται σε πολλούς τόπους παραγωγής γνωστούς ακόμη και από την αρχαία Ελλάδα. Θα ήθελα να συγχαρώ τον Κωνσταντίνο Στεργίδη και τη Μαρία Κατσούλη, επικεφαλής του διαγωνισμού, επειδή τα πάνε εξαιρετικά και θέλω επίσης να τους ευχαριστήσω, σε προσωπικό επίπεδο, που κάθε χρόνο με προσκαλούν να απολαύσω αυτή την υπέροχη χώρα, µια χώρα απαραίτητη για την κατανόηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους».