Στο Ινστιτούτο μελετήθηκαν οι εξής πρακτικές: 1) η εδαφοκάλυψη με αυτοφυή βλάστηση ή με σπορά, 2) η ενσωμάτωση της κτηνοτροφίας για έλεγχο των ανεπιθύμητων ζιζανίων, 3) η αξιοποίηση των υποπροϊόντων κλαδέματος, 4) η οργανική λίπανση, 5) η αύξηση της ποικιλομορφίας του τοπίου, 6) η χρήση συστημάτων ελλειμματικής άρδευσης και 7) Η βελτίωση του κλαδέματος.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων οδήγησαν τους ερευνητές του προγράμματος στη δημιουργία προτύπων ανάλυσης αγροοικολογικών παραμέτρων τα οποία είναι διαθέσιμα εδώ.
Αναλυτικότερα, στην Εικόνα 1 παρουσιάζονται τα εργαλεία με τα οποία ο κάθε χρήστης συμπληρώνοντας τα απαραίτητα στοιχεία μπορεί να λάβει πληροφορίες α) για σημαντικές παραμέτρους της βιοποικιλότητας, β) για τη διαθεσιμότητα αζώτου, φωσφόρου και καλίου στο χωράφι του και γ) για την εκτίμηση του αποτυπώματος άνθρακα στον ελαιώνα.
Συνεχίζοντας στην Εικόνα 2, στην ενότητα της Αγροοικολογίας, παρουσιάζονται συγκεντρωτικά τα αποτελέσματα για την καλλιέργεια της ελιάς σε μορφή βιβλίου στα ελληνικά, οδηγού και γλωσσαρίου. Οι πληροφορίες αυτές είναι πολύτιμες πηγές για τους ενδιαφερόμενους καθώς αναλύονται οι τρόποι για τη βελτίωση της βιωσιμότητας της καλλιέργειας εστιάζοντας στο εδαφικό πορώδες και στην αύξηση της βιοποικιλότητας. Η επίτευξη της αύξησης γίνεται μέσω της βιολογικής λίπανσης, φυτεύσεων σε μη παραγωγικές περιοχές και μέσω της τοποθέτησης ‘’ξενοδοχείων’’ εντόμων, φωλιών πτηνών και τεχνιτών λιμνών. Ακόμα, περιγράφονται τρόποι διαχείρισης των κυριότερων εχθρών και ασθενειών της ελιάς. Περισσότερες λεπτομέρειες αναφορικά με τα οικολογικά συστήματα της ελιάς δίνονται στις παραπάνω πηγές.
Τέλος, η Εικόνα 3 είναι ένα δείγμα των ενημερωτικών δελτίων του προγράμματος. Παρουσιάζονται με απλό και παραστατικό τρόπο τα αποτελέσματα του έργου και πρακτικές οδηγίες για τους ελαιοπαραγωγούς.
Η ελαιοκαλλιέργεια είναι αδιαμφισβήτητα η σπουδαιότερη δενδροκομική εκμετάλλευση της Μεσογείου. Η Ευρώπη κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής ελαιόλαδου (70%) και ακολουθούν το Μαρόκο και η Τυνησία με ποσοστό 7%. Η καλλιέργειά της στην Ελλάδα αναπτύχθηκε εδώ και πάρα πολλά χρόνια θεσπίζοντάς την ως αναπόσπαστο κομμάτι οικονομικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό ο τρόπος διαχείρισης των προηγούμενων ετών αποτελεί σημείο παθογένειας για τη διασφάλιση των διαθέσιμων πόρων. Οι μέχρι στιγμής εσφαλμένες πρακτικές έχουν οδηγήσει αφενός σε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής και αφετέρου επηρεάζουν την ποιότητα του εδάφους και τη βιωσιμότητα της καλλιέργειας σε πάροδο ετών.
Η εντατικοποίηση της καλλιέργειας με την αλόγιστη χρήση εκροών παράλληλα, έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της απόδοσης και της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Τα σημαντικά πλεονεκτήματα αναφέρονται σε υψηλής ποιότητας παρθένο ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές, προϊόντα τα οποία εξάγονται διεθνώς. Στον αντίποδα ωστόσο, η διατήρηση της βιοποικιλότητας αλλά και ο ανταγωνισμός και η νομοθεσία των ελαιοκομικών προϊόντων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας στους παραγωγούς και στα υπόλοιπα μέλη της αγροδιατροφικής αλυσίδας που σχετίζονται με το αντικείμενο.
Στο Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών φυτών και Αμπέλου στα Χανιά έχουν πραγματοποιηθεί πολλά πειράματα σχετικά με αειφόρες τεχνολογικές λύσεις κάτω από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του Μεσογειακού κλίματος. Τα πειράματα του έργου Sustainolive συγκεκριμένα, αφορούν την εφαρμογή διαφόρων μοντέλων γεωργικών εκμεταλλεύσεων με σκοπό τον προσδιορισμό σημαντικών παραμέτρων του οικοσυστήματος.
* EFKRATO, © Αντώνης Τσούλος