Έτσι τα άλματα στην παραγωγή που έχουν φέρει τη χώρα στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης αποδίδονται στην αντικατάσταση του παραδοσιακού ελαιώνα από την υπέρπυκνη καλλιέργεια. Όσο συντηρείται αυτός ο μύθος, ο Έλληνας παραγωγός που δεν διαθέτει τις μεγάλες πεδινές εκτάσεις που απαιτεί η υπερεντατική καλλιέργεια τίθεται αυτόματα εκτός ανταγωνισμού. Αυτή η ερμηνεία όμως, σύμφωνα με τον Arturo Garcia Angulo, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Cadiz και CEO της εταιρείας παραγωγής και εμπορίας ελαιόλαδου Oleum Excelsus, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Οι αλλαγές που συντελέστηκαν στην Ισπανία έγιναν κυρίως εντός του μοντέλου του παραδοσιακού ελαιώνα που παραμένει αραιοφυτεμένος με μέγιστη πυκνότητα γύρω στα 13 δέντρα ανά στρέμμα. Ο εκσυγχρονισμός ήρθε κυρίως με δύο τρόπους. Πρώτον υιοθετήθηκε άρδευση, η οποία εκτίναξε και διπλασίασε την παραγωγή. Παράλληλα ο παραγωγός αξιοποίησε την τεχνολογία με τη χρήση δονητή αλλά και με σειρά άλλων μηχανημάτων που αυξάνουν την παραγωγικότητα μειώνοντας το χρόνο συγκομιδής καθώς και τα εργατικά.
Λείπει από την Ελλάδα ο σχεδιασμός
Κυρίως όμως το Ισπανικό μοντέλο έχει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που λείπει εντελώς από τη χώρα μας και αυτό είναι ο σχεδιασμός. Έτσι, όπως αναφέρει ο κ. Garcia Angulo, η Ισπανία αφού κατέκτησε την παραγωγικότητα τώρα στρέφεται με γρήγορα βήματα προς την ποιότητα. Σε αυτό το επίπεδο ο Έλληνας παραγωγός, αν υποθέσουμε ότι τα ανεπίσημα στοιχεία που τοποθετούν την παραγωγή του έξτρα στο 80% επί του συνόλου είναι αληθινά, διατηρεί ακόμη ένα πλεονέκτημα. Αυτό διότι στην Ισπανία ακόμη σημαντικό ποσοστό της παραγωγής που ανέρχεται στο 30% αποτελείται από ελαιόλαδο κατηγορίας λαμπάντε ενώ το υπόλοιπο 70% είναι έξτρα παρθένο ή παρθένο.
Πλην όμως αυτό το πλεονέκτημα μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρο αν αναλογιστεί κανείς πόσο λίγα είναι τα σκαλιά που έχει να ανέβει ο Ισπανός παραγωγός μέχρι το ανώτερο επίπεδο ποιότητας. Έτσι η δομή του Ισπανικού ελαιώνα κατά τα παραδοσιακά πρότυπα και χωρίς αναδιάρθρωση είναι έτοιμη να υποστηρίξει παραγωγή premium προϊόντος αλλάζοντας απλά τον τρόπο ελαιοπαραγωγής και κυρίως υιοθετώντας πιο πρώιμη συγκομιδή και κατάλληλες πρακτικές ελαιοποίησης. Σε αυτή την κατεύθυνση όπως επισημαίνει ο κ. Garcia Angulo αναγκάζουν τον παραγωγό να κινηθεί οι δυνάμεις της αγοράς καθώς συρρικνώνονται οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ που είναι συχνά απαραίτητες για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα των παραδοσιακών ελαιώνων.
Άρδευση και δονητές τα κλειδιά του εκσυγχρονισμού
Η συζήτηση με τον κ. Garcia Angulo αποκαλύπτει μια εικόνα του Ισπανικού ελαιώνα που δεν είναι γνωστή στη χώρα μας. Έτσι όπως εξηγεί το 65% του ελαιώνα αποτελείται από παραδοσιακές φυτείες με πυκνότητα έως 13 δέντρα ανά στρέμμα και μόλις την τελευταία δεκαπενταετία έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται οι υπέρπυκνες καλλιέργειες κυρίως στις περιοχές της Σεβίλλης και της Κόρδοβα. Ενώ στη Χαέν που είναι το κέντρο της ελαιοπαραγωγής οι κλήροι είναι συχνά πολύ μικροί, κάτι που αποτελεί εμπόδιο για την εγκατάσταση υπέρπυκνης φυτείας. «Πολλοί μικροί παραγωγοί με περιορισμένες εκτάσεις δεν μπορούν να κάνουν την στροφή στην υπέρπυκνη διότι σε αυτό το μέγεθος η καλλιέργεια δεν θα ήταν βιώσιμη. Έτσι μπορεί να εγκαταλείψουν την παραγωγή εάν δεν υπάρξει συνέχιση της ενίσχυσης μέσω της νέας ΚΑΠ», θα πει ο κ. Garcia Angulo.
Η μεγάλη στροφή στην παραγωγικότητα που έγινε στην Ιβηρική συντελέστηκε έτσι εντός του μοντέλου του παραδοσιακού ελαιώνα και ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 όταν άρχισε να υιοθετείται η άρδευση. Παράλληλα εκσυγχρονίστηκε η συλλογή με εκμηχάνιση της συγκομιδής στην οποία σήμερα συχνά δεν μπαίνει ανθρώπινο χέρι. «Σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως ο δονητής και έχουν εγκαταλειφθεί τα ελαιοραβδιστικά ενώ για τη συλλογή του καρπού από το έδαφος αξιοποιούνται επίσης βελτιωμένα μέσα».
Μιλώντας για την οικογενειακή εκμετάλλευση ο κ. Garcia Angulo θα πει «στην περίπτωση συγκομιδής με στόχο την παραγωγή αγουρέλαιου ο καρπός πέφτει μέσα σε ειδικά πανιά που μαζεύονται από γερανό και φορτώνονται σε ανοξείδωτους κάδους για τη μεταφορά στο ελαιοτριβείο. Στην περίπτωση συγκομιδής για λαμπάντε δεν στρώνονται πανιά και ο καρπός πέφτει στο έδαφος, μαζί με κλαδιά και φύλλα. Στη συνέχεια τα μαζεύει ειδικό μηχάνημα που σαρώνει το έδαφος και στη συνέχεια ρίχνει τον καρπό σε κάδους μες τον ελαιώνα». Με τη χρήση των μηχανημάτων έχει μειωθεί δραματικά ο χρόνος συγκομιδής. «Μαζεύουμε ακόμη και 120 δέντρα για αγουρέλαιο και πάνω από 200 ρίζες ανά ημέρα για την παραγωγή λαμπάντε. Για το αγουρέλαιο μαζεύουμε μόνο ό,τι είναι έτοιμο να πέσει από το δέντρο και αυτό παρά το γεγονός ότι αυξάνει σημαντικά το κόστος συλλογής καθώς χρειάζεται να ξαναμπούμε στο χωράφι για την ίδια ρίζα αργότερα μες τη σαιζόν», θα πει ο κ. Garcia Angulo.
Ελεω ΚΑΠ επιβιώνουν οι παραδοσιακοί ελαιώνες
Παρά την αύξηση της παραγωγικότητας όμως οι παραδοσιακοί ελαιώνες αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στην αγορά. Έτσι σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε ο κ. Garcia Angulo που συγκρίνει τις οικονομικές αποδόσεις των παραδοσιακών εκμεταλλεύσεων σε σχέση με τις πυκνές καλλιέργειες (20-120 δέντρα ανά στρέμμα) δείχνει ότι για έξι από τα δέκα τελευταία χρόνια οι παραδοσιακοί ελαιώνες καταγράφουν ζημίες που τους καθιστά μη ανταγωνιστικούς. Αιτία είναι ότι οι αραιοφυτεμένοι ελαιώνες έχουν υψηλότερα κόστη παραγωγής που ανέρχονται σε 2,18-3,52 ευρώ ανά κιλό ελαιόλαδου καθώς και χαμηλότερη παραγωγή που κυμαίνεται ανάμεσα σε 300-600 κιλά ανά στρέμμα ενώ και το ελαιόλαδο είναι συχνά κατηγορίας λαμπάντε. Σε αντίθεση η πυκνή καλλιέργεια καταγράφει κόστη της τάξης των 1,49-1,90 ευρώ ανά κιλό ελαιόλαδου και αποδόσεις της τάξης των 500-1.200 κιλών ανά στρέμμα. Ως αποτέλεσμα της χαμηλότερης παραγωγικότητας οι παραδοσιακές καλλιέργειες είναι συχνά στο «κόκκινο». Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι επιδόσεις των παραδοσιακών εκμεταλλεύσεων θα ήταν ακόμη χαμηλότερες αν αποτιμούσαμε το πραγματικό κόστος εργασίας που συνήθως υποτιμάται καθώς οι φροντίδες και η συγκομιδή γίνονται από μέλη της οικογένειας και δεν αποτυπώνεται στα οικονομικά στοιχεία», και συμπληρώνει «ο μόνος λόγος έτσι που ο Ισπανός παραγωγός δεν εγκαταλείπει την καλλιέργεια είναι η επιδότηση της ΚΑΠ που μεταβάλλει τη ζημία σε χαμηλή κερδοφορία».
Στους ελαιώνες της Oleum Excelsus στo Alto Guadalquivir
Ο κ. Garcia Angulo ξεκίνησε την παραγωγή αγουρέλαιου το 2008. «Συνειδητοποίησα ότι το αγουρέλαιο και η παραγωγή προϊόντος µε πολύ υψηλή υπεραξία είναι µονόδροµος διότι η διαφορά ανάµεσα στο εξαιρετικά παρθένο και το λαµπάντε είναι µόλις 0,34 ευρώ ανά κιλό». Η στρατηγική στροφή προς το αγουρέλαιο που έκανε η Oleum Excelsus σύµφωνα µε τον κ. Garcia Angulo αποτελεί ένδειξη ευρύτερης αλλαγής που συντελείται στον ελαιοκοµικό τοµέα της χώρας. «Σήµερα η Ισπανία κινείται πολύ γρήγορα προς το µοντέλο του ποιοτικού ελαιόλαδου και την εκµηχάνιση διότι αναγνωρίζουµε ότι πρέπει να µειώσουµε τα κόστη παραγωγής µε δεδοµένο και το γεγονός ότι µειώνονται τα κονδύλια της ΚΑΠ».