Ισπανοί ερευνητές που ερευνούν το φαινόμενο, όπως ο κ. Del Bario, δηλώνουν πως η δυσκολία στο να αλλάξει η τρέχουσα κατάσταση και πορεία των ισπανικών εδαφών, έγκειται στο να βρεθούν τα ακριβή αίτια που οδηγούν στην σημερινή κατάσταση, καθώς την δεδομένη στιγμή δεν μπορούν να αναγνωριστούν με ακρίβεια. Οι ερευνητές έχουν στην διάθεσή τους μόνο τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων στο φυσικό κεφάλαιο της χώρας και λόγω της ιδιαίτερης περίπτωσης της Ισπανίας, με την τεράστια διαφοροποίηση στην χρήση της γης ακόμα και μέσα στις ίδιες περιφέρειες, όπως πχ η περίπτωση της Ανδαλουσίας (η οποία διαθέτει το 30% της παγκόσμιας παραγωγής), οι ειδικοί δυσκολεύονται να προτείνουν άμεσες και εφικτές λύσεις που θα λύσουν το πρόβλημα «εν μία νυκτί».
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο ερευνητής Del Bario «Ζούμε σε έναν πολύπλοκο κόσμο και οι λύσεις που πρέπει να προτείνονται για την επίλυση των προβλημάτων του, οφείλουν να οδηγούν σε μία πολύπλοκη, πολύπλευρη ισορροπία και όχι σε μανιχαϊκές αντιλήψεις περί ηθικών και μη ηθικών πρακτικών».
Tα αίτια αυτού -του σοβαρού σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα- προβλήματος εντοπίζονται τόσο στην Ιστορία της χώρας τον 19ο αιώνα, όσο και στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και του οικολογικού ελλείμματος της χώρας τον τελευταίο μισό αιώνα.
Όσον αφορά τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και το οικολογικό αποτύπωμα, ο μέσος Ισπανός πολίτης από το 1960 έως και το 2007, κατανάλωνε από 2 μέχρι 5 φορές περισσότερο φυσικό κεφάλαιο από ήταν σε θέση να του προσφέρει η χώρα, δημιουργώντας ένα συσσωρευμένο έλλειμα φυσικού κεφαλαίου που θα αδυνατεί να καλύψει το έδαφος στο μέλλον, προκειμένου να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα οι εκροές προϊόντων της χώρας. Τα τελευταία χρόνια η Ισπανία έχει καλυτερεύσει την θέση της, μαζί με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες (και η Ελλάδα ανήκει μέσα σε αυτές), αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί. Υπενθυμίζουμε πως η Ισπανία αποτελεί -έχοντας μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο- την μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό χώρα στον κόσμο, με τον Ισπανό στρατηγικό αναλυτή ελαιολάδου Juan Villar να επισημαίνει σε συνέντευξη του τον Ιούλιο, πως η Ισπανία θέλει και μπορεί να παράγει με τις τωρινές παραγωγικές της ικανότητες 2 εκατ. τόνους ελαιολάδου ετησίως. Πέραν αυτού η Ισπανία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες παραγωγούς χώρες στον κόσμο και σε πολλά άλλα αγροτικά προϊόντα (όπως σταφύλια και κριθάρι), αποδεικνύοντας πως η χώρα διαθέτει εξαιρετικά ανεπτυγμένο πρωτογενή τομέα και πως η ίδια επιθυμεί να διατηρήσει την καλή της θέση παγκοσμίως στο μέλλον.
Ιστορικά, η Ισπανία κατά τον 19ο αιώνα επένδυσε στην αποψίλωση δασών της και την αξιοποίηση του φυσικού της πλούτου με την εγκατάσταση πολλών βιομηχανιών εξόρυξης μετάλλων (όπως χαλκός, χρυσός, νικέλιο και ψευδάργυρο) και ορυκτών (όπως το μάρμαρο), αλλοτριώνοντας έτσι το φυσικό περιβάλλον και υποβαθμίζοντας το σταθερά για πολλές γενιές.
Η σχέση μεταξύ των περιοχών που κινδυνεύουν με υποβάθμιση -και τελικώς με ερημοποίηση- στο σήμερα και των περιοχών που εμφανίζουν μεγάλη εξορυκτική δραστηριότητα στο παρελθόν και το παρόν είναι πασιφανής, με την περιφέρεια της Ανδαλουσίας για παράδειγμα να εξάγει το 40% των μετάλλων που εμπορεύεται η Ισπανία κάθε χρόνο ενώ ταυτόχρονα αποτελεί -σύμφωνα με δηλώσεις της κυβέρνησής της- την περιφέρεια που απειλείται περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες από το φαινόμενο της ερημοποίησης.