Αυτά, σε μια παγκόσμια συγκυρία ενισχυμένης ζήτησης κατά την οποία ούτε τα ανταγωνιστικά σπορέλαια μπορούν να δώσουν τελικά τόσο ανταγωνιστικές τιμές στην αγορά.
Για τους παραγωγούς που ακολουθούν το δρόμο της πρώιμης συγκομιδής, ήδη γίνεται η επιλογή των διχτυών και των ραβδιστικών με το μάζεμα να προγραμματίζεται για το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη. Αυθημερόν και η ελαιοποίηση των καρπών, με τα πρώτα αγουρέλαια της νέας εμπορικής περιόδου να βγαίνουν φέτος στην αγορά με αξιώσεις. «Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Τα 4 ευρώ είναι πολύ λίγα φέτος» αναφέρει εκ του Αγροτικού Συνεταιρισμού Θερμασία Δήμητρα στην Ερμιόνη Αργολίδας, ο Κωνσταντίνος Στάικος, αντιπρόεδρος αυτού του νέου και ευέλικτου σχήματος ελαιοκαλλιεργητών.
Άλλωστε εκεί οι παραγωγοί μετρούν μείωση της παραγωγής που μπορεί να αγγίξει το 50%, εξαιτίας των ζημιών από τον παγετό και στη συνέχεια τον καύσωνα και την ανομβρία. Όμως και νοτιότερα, στους Αγ. Αποστόλους της Λακωνίας τα λιόδεντρα δεν έχουν αγγίξει το μέγιστο των δυνατοτήτων τους όπως περίμεναν φέτος τα μέλη του δυναμικού συνεταιρισμού που ανοίγει κάθε χρόνο τη νέα εμπορική περίοδο με τις υψηλότερες κατά κανόνα τιμές της αγοράς.
Άλλωστε, με τις τιμές στον ηλίανθο και το καλαμπόκι στα ύψη, εξασφαλίζεται για τη φετινή ελαιοκομική περίοδο ένας ακόμα παράγοντας ανόδου που έλειπε από την εξίσωση των τελευταίων δύο ετών.
Τα σπορέλαια ακολουθούν ανοδική πορεία, κάτι που παραδοσιακά παρασέρνει την τιμή των πυρηνέλαιων, τα οποία με τη σειρά τους αφήνουν περισσότερα περιθώρια στις τιμές παραγωγού έξτρα παρθένου ελαιολάδου ώστε να διαμορφώσουν υψηλότερα επίπεδα.
Ήδη από τον περασμένο Αύγουστο οι οργανωμένοι παραγωγοί αναμένουν πως η χρονιά θα ξεκινήσει με τιμές υψηλότερες από τις αντίστοιχες περσινές των 3,80 ευρώ το κιλό, τα οποία πληρώθηκαν τα αγουρέλαια του 2020. Άνθρωποι της αγοράς δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να επιστρέψουν οι τιμές σε ένα εύρος πέριξ των 4,50 ευρώ το κιλό με το εκρηκτικό μείγμα χαμηλής παραγωγής, υψηλής ζήτησης και ανατιμήσεων να ωθεί το εμπόριο στη διαμόρφωση νέων υψηλότερων κορυφών αντί της διόρθωσης. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η δυναμική ανόδου της αγοράς θα κορυφωθεί στην επόμενη εμπορική περίοδο του 2022/23, αφού η φετινή παραγωγή θα εξαντληθεί με ορίζοντα το επόμενο καλοκαίρι.
Ζήτηση, ελλείψεις και νεα σπίτια,oι καταλύτες ανόδου της αγοράς
Οι τελευταίες πράξεις για ελαιόλαδα της περσινής παραγωγής καθιέρωσαν ξανά την τιμή παραγωγού στη Λακωνία στα 3,50 ευρώ το κιλό, με τα διαθέσιμα αποθέματα να εξαντλούνται, όσο παράλληλα οι εκτιμήσεις για την επερχόμενη παραγωγή θέλουν μια καταλυτική μείωση της δυναμικής. Αντίστοιχη είναι η πραγματικότητα και στα υπόλοιπα παραγωγικά κέντρα της Μεσογείου, με τις πληροφορίες να θέλουν τις προπωλήσεις πορτογαλικού ελαιολάδου σε Ιταλούς μεσίτες να κλείνονται με συμβόλαια των 4 ευρώ το κιλό. Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την κατακόρυφη αύξηση της τιμής στα σπορέλαια (ενδεικτικά +43% για ηλιέλαιο), οι προσδοκίες των παραγωγών για τη νέα εμπορική περίοδο είναι μεγάλες, ενώ ήδη ακούγονται συζητήσεις για 4,50 ευρώ το κιλό στα αγουρέλαια. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό ελαιόλαδο αποκτά πέρα από μια προοπτική για καλύτερες τιμές χύμα πρώτης ύλης στον παραγωγό και μια καλύτερη τιμολόγηση ως προς την αξία των εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου. Τα τελευταία στοιχεία του IOC υπολογίζουν στα 4,42 ευρώ το κιλό την τιμή εξαγωγής σε Τρίτες χώρες και στα 3,60 ευρώ το κιλό την τιμή εξαγωγής στις ευρωπαϊκές αγορές. Μάλιστα η Ελλάδα διαμορφώνει την υψηλότερη τιμή εξαγωγής σε Τρίτες χώρες, έναντι των 4,30 ευρώ το κιλό που εξάγουν οι Ιταλοί και των 3,18 ευρώ το κιλό που εξάγουν οι Ισπανοί. Βασικό ζητούμενο πλέον είναι η αύξηση του τονάζ, το οποίο περιορίζεται σε κάτι λιγότερο από 2.000 τόνους το μήνα εκτός μπλοκ.
Μικρή παραγωγή και άδειες δεξαμενές
Μείον 150.000 τόνους γράφει ήδη το ισοζύγιο παραγωγής και πωλήσεων της Ισπανίας για το 2021, με τη χώρα να έχει ρίξει στην αγορά μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1.507.000 τόνους ελαιολάδου, τη στιγμή που η παραγωγή περιορίστηκε στους 1.387.8000 τόνους. Με δεδομένο ότι η εμπορική περίοδος διανύει τον τελευταίο της μήνα και κατά κανόνα δραστήριο Σεπτέμβριο, όλοι αναμένουν ότι το κλείσιμο της χρονιάς θα δει τις πωλήσεις του ισπανικού ελαιολάδου να ξεπερνούν άνετα τους 1.520.300 τόνους της χρονιάς ρεκόρ για την Ιβηρική 2013/14. Άλλωστε ένα μέσο μηνιαίο τονάζ πωλήσεων για την Ισπανία υπερβαίνει τους 100.000 τόνων και όλα δείχνουν ότι το φετινό φθινόπωρο οι παραγγελίες θα αυξηθούν. Ήδη η μέση τιμή παραγωγού κέρδισε 10 λεπτά τις πρώτες εβδομάδες του Σεπτεμβρίου, υπερβαίνοντας τα 3,30 ευρώ το κιλό και όλα δείχνουν ότι το νέο επίπεδο τιμών διαμορφώνει ισχυρό στήριγμα για τις διακυμάνσεις της νέας σεζόν. Να σημειωθεί ότι οι ισπανικοί συνεταιρισμοί ελαιολάδου υπολογίζουν τη νέα παραγωγή της χώρας για την περίοδο 2021/22 μειωμένη κατά 3%, κάτι που σημαίνει πως 1.345.000 τόνοι φρέσκου ελαιολάδου θα μπουν στις μισοάδειες δεξαμενές.
Η χρονιά που θα κρίνει την ιταλική ηγεμονία
Μια επικύρωση των αναχρονιστικών και κυρίως προβληματικών ισορροπιών που επικρατούν στην αλυσίδα αξίας του ελαιολάδου έρχεται από τη γειτονική Ιταλία, με τη χώρα τους τελευταίους μήνες να δείχνει ότι κινείται στους δικούς της ρυθμούς, αποκομμένη από τους θεμελιώδεις κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Παρά το γεγονός ότι η αναμενόμενη παραγωγή της χώρας μετά βίας θα προσεγγίσει τους 250.000 τόνους και τα αποθέματα να εξαντλούνται με ρυθμό κοντά στο 9% κάθε μήνα, οι τιμές παραγωγού υποχώρησαν από τα 4,90 ευρώ σε μια διόρθωση που άγγιξε ακόμα και τα 50 λεπτά το κιλό σε ορισμένα εμπορικά κέντρα. Μια διαπίστωση που έρχεται να ταρακουνήσει και την ελληνική αγορά η οποία είναι με παθητικό τρόπο προσδεμένη στο άρμα των μάλλον κουρασμένων ιταλικών βιομηχανιών. Ως βασική αγωνία των Ιταλών παραγωγών πάντως παραμένει η Τυνησία, η οποία δε αναμένει μια μεγάλη παραγωγή κοντά στους 240.000 τόνους, δηλαδή 100.000 τόνους πάνω από την παραγωγή της απερχόμενης χρονιάς. Ο λόγος έχει να κάνει με τις «ιταλοποιήσεις» ελαιολάδου από τη χώρα της Β. Αφρικής, με την Coldiretti ήδη να καλεί σε συστράτευση τους Ιταλούς καταναλωτές, ώστε να απορρίπτουν ελαιόλαδα η ετικέτα των οποίων αναγράφει «blend ευρωπαϊκών ελαιολάδων και ελαιολάδων Τρίτων χωρών».
∆ιεθνής εικόνα
Με την πιο υψηλή τιμή εξαγωγής αναχωρεί το ελληνικό ελαιόλαδο για τις εξωκοινοτικές αγορές, στα 442 ευρώ ανά 100 κιλά, αφήνοντας πίσω Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, τη στιγμή όμως που το τονάζ των ελληνικών εξαγωγών έξτρα παρθένου, δεν είναι αρκετό για να καρπωθεί η εγχώρια παραγωγή το πριμ που διατίθενται να πληρώσουν οι Τρίτες Χώρες. Συνολικά δηλαδή η αξία εξαγωγών ευρωπαϊκού ελαιολάδου ανέρχεται σε 5,3 δισ. ευρώ περίπου, με τα ήμισυ του ποσού αυτού να το καρπώνεται η Ισπανία, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία του IOC. Ανά χώρα, οι ισπανικές εξαγωγές ελαιολάδου έφτασαν τους 1.118.074 τόνους την περίοδο 2019/20 με εκτιμώμενη αξία 2,7962 δισ. ευρώ, τοποθετώντας την στην πρώτη θέση και ακολουθεί η Ιταλία με 355.358 τόνους και 1,3574 δισ.ευρώ. Έπεται η Πορτογαλία με 208.919 τόνους και 588,9 εκατ. ευρώ και στην τελευταία θέση βρίσκεται η Ελλάδα με 160.856 τόνους και 450,7 εκατ.ευρώ.
Με το ζόρι το παραπάνω στην επιτραπέζια, κι ας πούλησε πιο ακριβά πέρσι η μεταποίηση
Σημάδια ανάκαμψης των τιμών καταγράφει η εγχώρια αγορά για όλες τις βασικές ποικιλίας επιτραπέζιας ελιάς, σε μια χρονιά ωστόσο που οι προοπτικές της παραγωγής ειδικά από τους ελαιώνες της Kεντρικής και Bόρειας Ελλάδας είναι αρνητικές. Πέρα από την επιστροφή υψηλότερων επιπέδων τιμών, «σκανδαλίζει» υπό μια έννοια η πρόσφατη ανακοίνωση των μεταποιητών και εξαγωγέων (ΠΕΜΕΤΕ) για αύξηση της αξίας των εξαγωγών μέσα στο 2020, σε μια χρονιά δηλαδή που οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα βρέθηκαν στο ζενίθ. Σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα παλαιότερων δηλώσεων της ΠΕΜΕΤΕ περί εμπορικής νηνεμίας, μείωσης της ζήτησης και των εξαγωγών, τελικά οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές το 2020, παρά το κλείσιμο της HORECA στις διεθνείς αγορές και σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, εμφανίζουν άνοδο αξίας των εξαγωγών κατά 2% περίπου σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά ρεκόρ, φθάνοντας τα 529 εκατ. ευρώ, με περίπου 210.000 τόνους προϊόντος.
Ολόκληρο το ρεπορτάζ στο Ελαίας Καρπός που κυκλοφορεί