Η παραγωγή ελαιολάδου της Ιταλίας υπολογίζεται στους 315.000 τόννους φέτος, κάτι που μαρτυρά 15% άνοδο σε σύγκριση με το περυσινό έτος, κατά το οποίο η ιταλική παραγωγή είχε πέσει στους 273.500 τόννους, κάτω από την αντίστοιχη της χώρας μας αλλά και της Τυνησίας.
H άνοδος αυτή επαναφέρει την Ιταλία στην δεύτερη θέση παγκοσμίως στον εν λόγω τομέα, και έρχεται εν μέσω μιας μακροπρόθεσμης καθίζησης της παραγωγής της κατά την τελευταία τριακονταετία, καθώς την περίοδο 1991-1992 ανερχόταν σε 674.000 τόννους. Πολλά είναι τα αίτια αυτής της μεγάλης κάμψης, αλλά όσον αφορά τα πιο πρόσφατα χρόνια, ένας από τους βασικότερους λόγους ήταν η επιδημία της Xylella fastidiosa που είχε πλήξει την Απουλία. Η θετική πορεία φέτος στην νευραλγική αυτή περιοχή για την ιταλική ελαιοκομία, όπου η παραγωγή αυξήθηκε κατά 38%, αλλά και γενικότερα στον νότο της χώρας, αποτελεί την κυριότερη αιτία της παρούσας ανάκαμψης.
Βέβαια, η φετινή επιτυχία ήταν μικρότερη από την αναμενόμενη, κάτι το οποίο αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση σε αρκετούς Ιταλούς παραγωγούς. Η Ιταλία είναι μεν στην δεύτερη θέση, αλλά πολύ πίσω από την Ισπανία, της οποίας η παραγωγή ξεπέρασε τους 1.300.000 τόννους. Αυτή βέβαια η συγκριτική εντύπωση δεν αποτυπώνει όλη την αλήθεια για την ισχύ της ιταλικής παραγωγής, η οποία απέχει πολύ ακόμα από το μέγιστο δυναμικό της.
Φορείς της ιταλικής ελαιοπαραγωγής, όπως η Unaprol κάνουν λόγο για την σημασία που έχει το κονδύλι των 30 εκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση του κλάδου, το οποίο εγκρίθηκε τον περασμένο Νοέμβριο. Το ποσό αυτό πρόκειται να στηρίξει μικρούς και μεσαίους παραγωγούς, καθώς και να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων ελαιώνων ή τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων.
Αναμένεται λοιπόν να ενισχύσει το θετικό μομέντουμ για την ιταλική ελαιοκομία, που μπορεί να απέχει ακόμα πολύ από την αντίστοιχη ισπανική, αλλά ταυτόχρονα πιέζεται από ανερχόμενες δυνάμεις του τομέα στο διεθνές σκηνικό. Η Πορτογαλία με τους ελαιώνες υπέρπυκνης φύτευσης και τις εκτιμήσεις για εκρηκτική ανάπτυξη της παραγωγής της ως το 2030, όπως και η Τυνησία η οποία ευνοείται από την εμπορική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τέτοιων χωρών.
