*του Ταξιάρχη Πιστόλη και ΔΡ. Λουκά Πιστόλη
ΤΟ Ε∆ΑΦΟΣ
Η ελιά προτιµά εδάφη που στραγγίζουν εύκολα και αερίζονται καλά, συνεπώς δεν «συµπαθεί» τα βαριά – αργιλώδη εδάφη που µάλλον δύσκολα επιτυγχάνουν αυτές τις παραµέτρους.
Ένα µέσης σύστασης έδαφος, βαθύ και γόνιµο είναι ό,τι καλύτερο, τα καταφέρνει όµως σχετικά καλά και στα λιγότερο βαθειά, ακόµα και στα πετρώδη και λιγότερο γόνιµα εδάφη, φυσικά µε εντονότερη παρενιαυτοφορία και µικρότερες αποδόσεις. ∆εν φοβάται τα ασβεστούχα εδάφη, αντίθετα µάλιστα, τα αγαπάει. Το ασβέστιο ενισχύει την άµυνά της όπως συµβαίνει λ.χ. έναντι του γλοιοσπορίου και ευνοεί την παραγωγή ποιοτικού λαδιού.
Αντιµετωπίζει καλύτερα από πολλά άλλα καρποφόρα τα άλατα του εδάφους.
Η ελιά έχει την ικανότητα, αυξάνοντας το ωσµωτικό δυναµικό του χυµού της, να προσαρµόζεται σε σχετικά υψηλές ωσµωτικές τιµές εδαφοδιαλύµατος (Abd el Rahman και Sharkawi, 1968). Η ικανότητά της αυτή τη βοηθάει να αντιµετωπίζει και την έλλειψη νερού. Το δέντρο παρουσιάζει επίσης αυξηµένη ικανότητα συγκέντρωσης των αλάτων στα χυµοτόπια.
Πιο ανθεκτικές στην αλατότητα είναι οι ποικιλίες: Καλαµών, Λιανολιά Κέρκυρας, Μεγαρίτικη και Κοθρέικη. Ευαίσθητες είναι οι ποικιλίες: Θρουµπολία, Χαλκιδικής και Αγουροµανάκι. Οι ποικιλίες Κορωνέικη, Μαστοειδής, Αµφίσσης, Βαλανολιά και Αδραµυτινή είναι µέσης ανθεκτικότητας (Χαρτζουλάκης κ.ά., 2001).
Η ταξινόµηση αφορά νεαρά φυτά σε δοχεία και όχι πλήρως ανεπτυγµένα δέντρα σε συνθήκες αγρού. Πάντως σε παλαιότερες έρευνες άλλων ερευνητών ο χυµός παραγωγικών δέντρων παρουσιάζει µεγαλύτερο ωσµωτικό δυναµικό από ότι των νεαρών δέντρων.
Η ελιά αντέχει και τις σχετικά υψηλές συγκεντρώσεις χλωρίου, γεγονός που αποδίδεται στη µειωµένη ικανότητα πρόσληψης ή/και µετακίνησής του στο υπέργειο τµήµα της. Το ίδιο χαρακτηριστικό θα το συναντήσουµε και στο βόριο. Ως χλωριούχο νάτριο και για την αντιµετώπιση του νατρίου, σηµαντικός είναι ο ρόλος του ασβεστίου. Το ασβέστιο είναι ουσιώδες για τη διατήρηση της ακεραιότητας και της επιλεκτικότητας των µεµβρανών και ιδιαίτερα του πλασµαλήµµατος, γεγονός που καθιστά το κύτταρο ικανό να ρυθµίζει τις δοσοληψίες του και να εµποδίζει την πρόσληψη του νατρίου.
ΤΟ ΡΙΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η κάθετος, πασσαλώδης ρίζα που αρχικά αναπτύσσει η ελιά, µε τον καιρό ατροφεί, έτσι που στην έναρξη της παραγωγικής της ηλικίας (στα 7-8 έτη), το ριζικό της σύστηµα χαρακτηρίζεται ήδη ως επιπόλαιο, άσχετα από την προέλευση των δέντρων (µοσχεύµατα κ.λ.π., ήτοι αγενώς ή δεντρύλια από κουκούτσια, ήτοι εγγενώς). Ο κορµός της ελιάς, στη ζώνη κοντά στο λαιµό, παρουσιάζει έντονη µεριστωµατική δραστηριότητα, αποτέλεσµα της οποίας είναι ακριβώς αυτό το επιφανειακό, καλά διακλαδιζόµενο ριζικό σύστηµα, το οποίο µπορεί να φτάσει να καλύπτει µια επιφάνεια υπερδιπλάσια του ύψους των δέντρων, σε βάθος µέχρι τα 40 εκ., το περισσότερο µέρος και ένα µικρότερο, µέχρι τα 60-70 εκατοστά. Ένα ακόµη µικρότερο µέρος του µπορεί να φτάσει και βαθύτερα, ίσως και στο 1,5 µ., ανάλογα µε το έδαφος.
Η πλούσια διακλάδωση του ριζικού συστήµατος, σε έναν ικανοποιητικό εδαφικό όγκο, είναι ένα ισχυρό όπλο που όµως αφορά κυρίως στη θρέψη του ελαιόδεντρου, όπλο που το καθιστά ικανό να αναπτύσσεται και στα µικρότερης γονιµότητας εδάφη όπως ήδη έχουµε πει. Αναµφίβολα υπηρετεί και το ξεδίψασµά του, εξάλλου και τα δέντρα θρέφονται από το εδαφοδιάλυµα, δηλαδή το πίνουν το φαγητό τους. Ο γενικός κανόνας όµως δεν έχει αλλάξει. Μεταξύ του θυσανώδους και του πασσαλώδους ριζικού συστήµατος «ο πρώτος πλεονεκτεί στην αξιοποίηση των θρεπτικών και ο δεύτερος στην αξιοποίηση του νερού. Υπό αυτή την άποψη άριστο ριζικό σύστηµα θα ήταν εκείνο που θα συνέδεε ένα βαθύ πασσαλώδες µέρος µε ένα καλοαναπτυγµένο επιπόλαιο θυσανώδες» (Πιστόλης Λ.Τ., Πιστόλης Τ.Λ., 2023).
Τότε ποιο είναι το κύριο όπλο της ελιάς απέναντι στην ξηρασία;
ΤΑ ΦΥΛΛΑ
Το κύριο όπλο της ελιάς έναντι της ξηρασίας είναι τα φύλλα. Αυτά την καθιστούν ένα από τα ξηρανθεκτικότερα είδη της Μεσογείου. Το µικρό τους µέγεθος (στα πλαίσια του είδους η ποικιλία Καλαµών είναι πλατύφυλλη), η δερµατώδης υφή τους, η ισχυρή εφυµενική στιβάδα τους, τα σχετικά λίγα στοµάτια στην κάτω επιφάνειά τους, που καλύπτονται από τριχίδια (χνούδι), όλα αυτά µειώνουν τη διαπνοή και καθιστούν το φυτό ανθεκτικό στην ξηρασία.
Πέραν αυτού, τα φύλλα της ελιάς είναι ανθεκτικά και σε µεγάλες δόσεις διαφυλλικών λιπάνσεων. Αναφερόµαστε, κυρίως, στην ουρία και µάλιστα από το σακί… ∆εν θα µπορούσαµε να το πούµε αυτό (το «από το σακί») για τα εσπεριδοειδή λ.χ. τα οποία είναι αρκετά ευαίσθητα στην παρουσία διουρίας. Τα ελαιόδεντρα αντέχουν, µάλλον δεν … προβληµατίζονται καθόλου, ούτε µε τα µείγµατα χαλκού και αµινοξέων! Γιατί τα αναφέρουµε αυτά θα φανεί στο τέλος, στην «Εναλλακτική προσέγγιση».
ΣΤΑ∆ΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
Το τέλος του Χειµώνα µε τις αρχές της Άνοιξης (Φεβρουάριος – Μάρτιος) είναι η περίοδος έναρξης της βλάστησης της ελιάς. Σε λίγο θα εµφανισθούν οι ταξιανθίες στις µασχάλες των φύλλων (Μάρτιος – Απρίλιος).
Οι µικροσκοπικές όµως ενδείξεις της δηµιουργίας του άνθους, που τις λέµε µορφολογική διαφοροποίηση, έχουν ξεκινήσει αρκετά πριν την εµφάνιση των ταξιανθιών, µε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο να είναι κρίσιµοι µήνες για την ανθογονία.
Αν σταµατήσουµε εδώ, φαίνεται ότι η ελιά τα κάνει όλα το ίδιο έτος. ∆εν είναι όµως έτσι γιατί ο σχηµατισµός του άνθους είναι µια εξελικτική πορεία που δεν ξεκινά µε τη µορφολογική διαφοροποίηση αλλά µε την ανθογόνο ή ανθική επαγωγή (προτροπή) και από αυτή την άποψη, η ελιά χρειάζεται και µέρος από το χρόνο του προηγούµενου έτους για τις διεργασίες που οδηγούν στην άνθηση και στην καρποφορία.
Η ανθογόνος επαγωγή είναι ένα σύνολο διεργασιών – βιοχηµικών, ορµονικών, γενετικών, φυσιολογικών, όχι όµως και µορφολογικών – που προηγείται, ως απαραίτητος πρόδροµος, της µορφολογικής διαφοροποίησης ή απλά διαφοροποίησης, όπως συνηθίζεται.
Ο χρόνος έναρξης της ανθογόνου επαγωγής στην ελιά, ποικίλει από ερευνητή σε ερευνητή, ενώ επικρατέστερες φαίνονται οι απόψεις που τον τοποθετούν από τα τέλη του καλοκαιριού µέχρι τις αρχές του φθινοπώρου (∆ηµουλάς Ι., 1995).
Επιστρέφοντας στην εµφάνιση των ταξιανθιών, µε ένα βήµα θα φτάσουµε στην άνθηση.
Για την άνθηση της ταξιανθίας χρειάζονται περίπου οκτώ εβδοµάδες από την έναρξη της διαφοροποίησης. Από τα νοτιότερα, δηλαδή τα θερµότερα, προς τα βορειότερα, τα ψυχρότερα τµήµατα της χώρας, πλήρη άνθηση έχουµε τους µήνες Απρίλιο και Μάιο.
Την άνθηση διαδέχεται η καρπόδεση και καλό είναι τώρα, στα µεγάλα φορτία, να βοηθάµε τη βλάστηση να φτάσει στο επιθυµητό για το στάδιο µέγεθος.
Ο καρπός, στην πρώτη φάση της ανάπτυξής του, για δύο περίπου µήνες, µέχρι τα τέλη Ιουλίου ας πούµε, αναπτύσσει κυρίως τον πυρήνα του και ελάχιστα τη σάρκα. Στη συνέχεια, στους επόµενους δύο µήνες, τον Αύγουστο και το Σεπτέµβριο (στη δεύτερη φάση), η αύξηση του πυρήνα επιβραδύνεται και µε την σκλήρυνσή του – η οποία έχει ξεκινήσει µε την έλευση του Αυγούστου ή και λίγο νωρίτερα – σταµατά τελείως, ενώ η ανάπτυξη της σάρκας είναι βραδεία.
Με την έναρξη της σκλήρυνσης του πυρήνα, ο καρπός αρχίζει να βάζει λάδι. Έχει φτάσει ως εµάς η ρήση των παλαιότερων, «τ’ Αϊ Ηλιά µπαίνει λάδι στην ελιά». Τ’ Αϊ Ηλιά πέφτει στις 20 Ιουλίου.
Από τα τέλη Σεπτεµβρίου – αρχές Οκτωβρίου (Οκτώβριος – Νοέµβριος, τρίτη φάση), ξεκινά η έντονη αύξηση του καρπού, κατά την οποία αυξάνεται σηµαντικά το νωπό βάρος του και αυτό συµβαίνει κυρίως λόγω της αύξησης της περιεκτικότητάς του σε νερό. Η εναπόθεση λαδιού στον καρπό είναι έντονη το Φθινόπωρο και συνεχίζεται και µέσα στο µαύρισµα.
Με την έναρξη της τρίτης φάσης, ξεκινά πάλι η έντονη ανάπτυξη της βλάστησης, για να συµπληρώσει το τελικό, επιθυµητό της µέγεθος. Σε περιοχές µε µικρή ετήσια βροχόπτωση το επιθυµητό µήκος της ετήσιας βλάστησης δίνεται µεταξύ 15 και 30 εκατοστών, ενώ σε περιοχές µε αυξηµένη βροχόπτωση καθώς και σε αρδευόµενες καλλιέργειες, µεταξύ 20 και 50 εκατοστών. Αν και αναφερόµαστε στο µήκος της βλάστησης, στην ουσία µιλάµε για την φυλλική επιφάνεια. Μια ικανοποιητική φυλλική επιφάνεια που αποκτήθηκε στην ώρα της, δηλαδή µέχρι το πρώτο µισό του καλοκαιριού θα ευνοήσει την ανθογόνο επαγωγή. Τα φύλλα συνεισφέρουν στην έναρξη της διαφοροποίησης όταν έχουν ένα βαθµό ωριµότητας και γι’ αυτό δίνουµε µεγάλη σηµασία στο πρώτο κύµα της βλαστικής ανάπτυξης.
ΟΙ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Πριν πάµε παρακάτω, θα κάνουµε µια σοβαρή παρένθεση για τις ποικιλίες, επειδή…η αρχή είναι το ήµισυ του παντός, έστω κι αν δεν αρχίσαµε την παρούσα εργασία µε τις ποικιλίες.
Γράφει ο ∆. Παπασωτηρίου, το 1962, στην «Πρακτική ελαιοκοµία» του:
«Ο καλλιεργητής… πρέπει να µελετήσει καλά τις ιδιότητες της ποικιλίας που θέλει να εισάγει. Αν το χωράφι του και ο τόπος του είναι ξηρός, πετρώδης, θα διαλέξει ποικιλία που αντέχει σε τέτοια εδάφη. Αν ο καλλιεργητής είναι καθυστερηµένος (!) και δεν ξέρει να περιποιηθεί τις ελιές του, να τις κλαδέψει, να τις λιπάνει κ.λ.π. θα διαλέξει ποικιλία ανθεκτική στην ακαλλιεργησία. Αν έχει γόνιµα και ποτιστικά χωράφια θα διαλέξει άλλη ποικιλία. Αν ο τόπος του προσβάλλεται από ανέµους ιδίως στην άνθιση, θα διαλέξει ποικιλίες που αντέχουν. Αν στην εποχή της άνθισης πέφτουν οµίχλες θα προσέξει να µη διαλέξει ποικιλία που δεν αντέχει στις οµίχλες. Αν ο τόπος του βρίσκεται ψηλά θα διαλέξει ποικιλία που αντέχει στο ψύχος (Τσουνάτη, Κοθρέικη κ.λ.π.). Όλα αυτά θα τα πετύχει ο καλλιεργητής µελετώντας καλά τις ποικιλίες που περιγράψαµε και εκτιµώντας σωστά τις συνθήκες του τόπου του».
Ακόµα και για τον λιγότερο επαγγελµατία λοιπόν (τον … καθυστερηµένο!), θα βρεθεί η κατάλληλη ποικιλία!
Ο Σακαντάνης Κ. πάλι το 1958, στο βιβλίο του «Η παραγωγικότητα της ελιάς και η βελτίωσή της», σχολιάζοντας τον τότε ελαιώνα στον Μυλοπόταµο του Ρεθύµνου έγραφε:
«Ο ελαιώνας του Μυλοπόταµου στην Κρήτη µε δύο εκατοµµύρια δένδρα, δεν παράγει. Αν και το πρόβληµα δεν λύθηκε ακόµα, το µεγαλύτερο µέρος των ερευνητών του, παραδέχεται πως πρόκειται για µια κακή εκλογή ποικιλίας. Πραγµατικά η ποικιλία «Χονδροληά» απαιτητική και ευαίσθητη, µε ριζικό σύστηµα περιορισµένης κινητικότητας, φυτεύτηκε πάνω σ’ ένα έδαφος ξερό, βαρύ, φτωχό και χωρίς πότισµα. Μέσα στον ίδιο ελαιώνα µια άλλη ποικιλία µικρόκαρπη, µικροπύρηνη, λαδερή, ή «Κορωνέϊκη», παράγει πολύ καλύτερα».
Και φυσικά ο ελαιώνας, µε τα χρόνια διορθώθηκε και πλέον η Κορωνέϊκη κυριαρχεί!
Αµείλικτη η φύση και οι κανόνες της…
Έτσι λοιπόν για να αποδίδουν οι φροντίδες µας και να µην παιδευόµαστε για µικρό µόνο όφελος πρέπει να εµπεδώσουµε το «θέλει τρόπο κι όχι κόπο»… Πρώτα λοιπόν θα δούµε τι έχουµε ή τι θα βάλουµε στο χωράφι µας.
Η σπουδαία Κορωνέϊκή είναι δέντρο λιτό και αντέχει στα ξηρά, φτωχά, ακόµη και πετρώδη εδάφη. Φυσικά η άρδευση µπορεί να πολλαπλασιάσει τις αποδόσεις της. Σε παρόµοια εδάφη αντέχει και η Λιανολιά Κερκύρας, θέλει όµως υγρό περιβάλλον.
Και οι δυο αντέχουν στους δυνατούς αέρηδες. Ανθεκτικό στην ξηρασία είναι το Αγουροµανάκι, ενώ κάπως ανθεκτική είναι και η Μεγαρίτικη.
Το Αγουροµανάκι, η Τσουνάτη, η Κοθρέϊκη και η Λευκολιά Σερρών στη βόρεια Ελλάδα, καθώς και οι ξένες Πικουάλ και Αρµπεκίνα, αντέχουν στο ψύχος, ενώ η Κορωνέϊκη δεν έχει την αντοχή τους.
Η Κολοβή, η κυρίαρχη ελιά της Λέσβου, έχει µέτρια αντοχή στο ψύχος. Έχει παρατεταµένη ανθοφορία (3-4 εβδοµάδες) που σε συνδυασµό µε έναν καλό καιρό, καρποδένει εκπληκτικά, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε καλό έδαφος.
Η Καλαµών αγαπά τα γόνιµα εδάφη µε δυνατότητα άρδευσης. Παρόµοιες απαιτήσεις έχει και η Θρούµπα (Θασίτικη).
Η Αµφίσσης προτιµά εδάφη πλούσια σε κάλιο –όπως κατά κανόνα συµβαίνει µε τις επιτραπέζιες- µε δυνατότητα άρδευσης, για υψηλές αποδόσεις. Έχει καταγραφεί ως ανθεκτική στο ψύχος, αλλά τέτοιες δοκιµασίες σε πεδινές εκτάσεις, ιδιαίτερα εκεί, δεν τη βρίσκουν πάντα «ετοιµοπόλεµη».
Και δύο λόγια για την Αγριελιά (Olea europea var. Sylvestris). Το ενδιαφέρον µας το κίνησε ο συνάδελφος Βαγγέλης Μπεκιαρούδης (Αγροπονία Σερρών Α.Ε.) που συµµετέχει σε ένα πρόγραµµα µε τρεις γενότυπους αγριελιάς. ∆ιευκόλυνε λοιπόν την επικοινωνία µας µε τον καθηγητή Σκαλτσογιάννη Απόστολο (Α.Π.Θ., Τµήµα ∆ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος), ο οποίος µας είπε περισσότερες λεπτοµέρειες. Ότι δηλαδή πρόκειται για ένα πρόγραµµα που σκοπό έχει τη δηµιουργία υψηλοαποδοτικών ποικιλιών Αγριελιάς για παραγωγή αγροδιατροφικού και φαρµακευτικού προϊόντος κ.λ.π., κ.λ.π. Το θεωρήσαµε ενδιαφέρον.
Φυσικά δεν εξαντλήσαµε ούτε τις ποικιλίες ούτε την περιγραφή όσων από αυτές αναφέραµε.
Χρήσιµο είναι λ.χ. να προσθέσουµε την αντοχή της Καλαµών, της Κορωνέικης και της Λιανολιάς Κερκύρας στη Βερτιτσιλλίωση. Το λέµε γιατί θα τη βρούµε, τη βερτιτσιλλίωση, µπροστά µας στην «Εναλλακτική προσέγγιση».
Χρήσιµο γενικά θα ήταν να µιλήσουµε ακόµη για τα κλαδέµατα, την επίδραση του χρόνου συγκοµιδής, στην ποιότητα του ελαιολάδου και στην παραγωγή της επόµενης χρονιάς κ.λ.π. κ.λ.π. Αλλά δεν σώνονται τα χρήσιµα και εµείς θελήσαµε, µε το παρόν κεφάλαιο, να κάνουµε µόνο µια παρένθεση…
ΤΟ ΝΕΡΟ
Οι κρίσιµοι περίοδοι για νερό της ελιάς είναι από τις αρχές της Άνοιξης µέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, περίοδος κατά την οποία διαδραµατίζεται η διαφοροποίηση, η άνθηση, η καρπόδεση και η έντονη ανάπτυξη της βλάστησης – η πιο σηµαντική φάση της βλαστικής ανάπτυξης – που αφορά και την παραγωγή της επόµενης χρονιάς.
Η επόµενη κρίσιµη περίοδος είναι εκείνη της ταχείας ανάπτυξης του καρπού, από τα τέλη Σεπτεµβρίου και µετά. Εξ’ άλλου έχουµε ήδη πει, ότι τότε το νωπό βάρος του καρπού αυξάνεται, κυρίως χάριν της αύξησης της περιεκτικότητάς του σε νερό.
Ας κάνουµε τώρα την υπόθεση ότι έχουµε τη δυνατότητα µιας και µοναδικής άρδευσης. Πότε θα την κάναµε; Με βεβαιότητα απαντάµε… εξαρτάται.
Εµείς έχουµε στο νου µας τον Ιούνιο, λόγω των απαιτήσεων σε νερό και θρεπτικά που εγείρουν η καρπόδεση και η βλαστική ανάπτυξη. Έχουµε συνηθίσει σε … παραδοσιακούς Χειµώνες και Ανοίξεις. Επειδή όµως µε τον καιρό πλέον δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει, αν ο Χειµώνας είναι πολύ άνυδρος, τότε την άρδευση θα την κάνουµε το Μάρτιο, γιατί η αρχή είναι το ήµισυ του παντός και η παραγωγή ανθοταξιών είναι πολύ σοβαρό ζήτηµα. Ας µείνουµε όµως στις παραδόσεις…
Έστω ότι βρισκόµαστε κάπου, εντός του βορειότερου κορµού της χώρας – Τρίκαλα… Σέρρες (δεν πάµε δυτικά της Πίνδου όπου οι βροχοπτώσεις είναι πολύ υψηλότερες), περιοχές όπου το κλίµα αναπτύσσει έναν χαρακτήρα ηπειρωτικότητας (ηπειρωτική, µεσογειακή κλιµατική ζώνη) και πέφτουν κάποιες βροχές στις αρχές του καλοκαιριού. Τότε τη µοναδική µας άρδευση θα την κάνουµε τον Αύγουστο, τον θερµότερο µήνα του έτους.
Η άρδευση αυτή, που δεν την αναφέραµε στις κρίσιµες, είναι αίτηµα του καιρού και όχι της βιολογίας της ελιάς.
Προφανώς, µε όσα είπαµε, αναφερθήκαµε στις λαδολιές και όχι στις επιτραπέζιες. Είναι εύλογο ότι µε µία µόνο άρδευση επιτραπέζια ελιά δεν γίνεται. Ούτε µε δύο, ούτε µε τρεις…
Στην περίπτωσή της το πρόγραµµα των αρδεύσεων πρέπει να είναι πλήρες, µε εκείνες που γίνονται µετά τη σκλήρυνση του πυρήνα, στο δεύτερο κύµα αύξησης του καρπού, να συνιστούν κλειδί για το καλό µέγεθός του.
Κλείνουµε το κεφάλαιο σηµειώνοντας ότι η άρδευση µετά τη σκλήρυνση του πυρήνα, µπορεί να δίνει µέγεθος στον καρπό, καθυστερεί όµως την ωρίµανση και το χρωµατισµό του, κάτι που αφορά τις µαύρες επιτραπέζιες, όπως η Καλαµών.
Εδώ ένα υψηλό ποσοστό µαύρων, στο πρώτο χέρι της συγκοµιδής είναι πολύ σηµαντικό, λόγω της πίεσης που ασκεί η έλευση του χειµώνα αλλά και οι δυσκολίες κατά τη συλλογή – το διάλεγµα των µαύρων. Θέλουµε όµως και µέγεθος.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία µας, µια διαλείπουσα (όχι τακτική) άρδευση ή το σταµάτηµα της για σηµαντικό χρονικό διάστηµα και η επανάληψή της κατά την προσυλλεκτική φάση, µπορεί – ζυγίζοντας τα οφέλη και τις όποιες απώλειές – να αποτελέσει µία ενδιαφέρουσα συµβιβαστική πρόταση µεταξύ µεγέθους και µαυρίσµατος (προσωπική επικοινωνία µε Σταύρο Τουτούλη – Σπάρτη).
Για τις παρατηρήσεις µας στην Καλαµών, η χρονιά του 2022 στη Ροδιά Λάρισας, επαρχία Τυρνάβου, – µη αρδευόµενη καλλιέργεια – ήταν µια χρονιά «κατά παραγγελία».
Μετά από έναν καλό χειµώνα … παραδοσιακό, µε κρύο και βροχές, µια ανοµβρία τον Απρίλη και τον Μάιο (15/5, καταπληκτική ανθοφορία), οι βροχές από τις αρχές του Ιούνη µέχρι τα τέλη του Αυγούστου ήταν αρκετές (10/6, 25/6, 8 & 9/7, 13/8, 22 & 23/8) µε καλό ύψος, ειδικά οι πρώτες µέχρι τις αρχές Ιουλίου, και ποτιστικές, δηλαδή µε χαµηλή ραγδαιότητα, ήρεµες.
Από τα τέλη Αυγούστου µέχρι τα µέσα του Οκτώβρη, ήτοι για πενήντα ηµέρες δεν έπεσε ούτε στάλα νερό.
«Στις 14 Οκτωβρίου ρίχνει µια καλή βροχή. Σε δυο µέρες το χωράφι στέγνωσε. Στις Καλαµών σπάζουν τα κλαδιά από το φορτίο. Οι ελιές είναι ήδη µαύρες, όλες και έχουν αρχίσει να τσιτώνουν. Συλλογή από 11/11 µέχρι τις 31/11. Το µέγεθός τους πολύ καλό!». (Οι αδιάλειπτες παρατηρήσεις και η καταγραφή των λεπτοµερειών είναι δουλειά του … αφόρητα λεπτολόγου συναδέλφου Νίκου Κουτσονάκου).
Σίγουρα χρειάζεται περισσότερη έρευνα, αλλά πιστεύουµε ότι βρισκόµαστε σε καλό δρόµο και µέχρι την επιβεβαίωση των υφισταµένων ή την προσκόµιση νέων στοιχείων, δεν είναι µεγάλη η απόσταση.
Πάντως τα µεγάλα φορτία, το λέµε ως κανόνα, «δεν παλεύονται». Το χρώµα εδώ είναι πολλή δύσκολη υπόθεση.
Η συνδροµή διαφυλλικών σκευασµάτων προς την κατεύθυνση του µαυρίσµατος είναι παλαιό ζητούµενο. Είµαστε σε θέση να πούµε (η SFAT experts, συµβουλευτική στη θρέψη – λίπανση των φυτών), ότι βρισκόµαστε στο στάδιο των τελικών δοκιµών δύο βελτιωµένων ελπιδοφόρων συνθέσεων.
ΛΙΠΑΝΣΗ
Η διαθεσιµότητα του νερού (ύψος και κατανοµή βροχοπτώσεων, άρδευση), η φυσική και χηµική «ταυτότητα» του εδάφους, η ηλικία των δέντρων, η βλαστική τους κατάσταση, η υγεία τους, το φορτίο, είναι παράγοντες που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη στο σχεδιασµό της λίπανσης των ελαιόδενδρων.
ΤΟ ΑΖΩΤΟ
Το άζωτο είναι το στοιχείο κλειδί τόσο της καρπόδεσης, δηλαδή της παρούσας παραγωγής, όσο και της βλαστικής ανάπτυξης, δηλαδή της παραγωγής του επόµενου έτους.
Στις µη αρδευόµενες καλλιέργειες, το ύψος και η κατανοµή των βροχοπτώσεων προσδιορίζει την ποσότητα και το χρόνο χορήγησης του αζώτου.
Ως γνωστόν η ελιά αλλού (άλλοτε) λιγότερο και αλλού (άλλοτε) περισσότερο παρενιαυτοφορεί. Ας προσπαθήσουµε λοιπόν να ξεδιαλύνουµε κάπως την υπόθεση.
Στη χρονιά της µειωµένης καρποφορίας, είναι καλό η αζωτούχος λίπανση να γίνεται νωρίς, τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο, ώστε να ενισχυθεί η διαφοροποίηση. Αντίθετα, στη χρονιά της αυξηµένης καρποφορίας καλό είναι, το βάρος της να µετατοπίζεται προς το καλοκαίρι, ώστε να ενισχυθεί η ετήσια βλάστηση, την οποία ανταγωνίζεται η αυξηµένη καρπόδεση. Βέβαια αυτή η µετατόπιση προς το καλοκαίρι, µπορεί να γίνει µόνο σε καλλιέργειες που δεν τους λείπει το νερό.
Σε µη αρδευόµενες καλλιέργειες και όταν η κατανοµή των βροχοπτώσεων το επιτρέπει, εφαρµογή αζώτου µπορεί να γίνεται στην περίοδο που ακολουθεί την εµφάνιση των ταξιανθιών στις µασχάλες των φύλλων, µετά τα τέλη Μαρτίου.
Αυτή η αργοπορία στην εφαρµογή του αζώτου φαίνεται ότι µειώνει την τάση του δέντρου προς την παρενιαυτοφορία (Gonzalez κ.ά., 1964, 1967, 1970).
Μπορούµε ακόµη να προστρέξουµε στην επικουρία του διαφυλλικού αζώτου (άζωτο ουρίας, 30 ή 40 kg/tn νερού) όταν η κατανοµή των βροχοπτώσεων δεν είναι ευνοϊκή.
∆ιαφυλλικές εφαρµογές αζώτου για την ενίσχυση της ετήσιας βλάστησης µπορούν άνετα να γίνουν, ιδιαίτερα στις ξηρικές καλλιέργειες και τον Ιούνιο και αργότερα.
Στις λαδολιές, είναι διαπιστωµένο ότι το άζωτο δεν υπηρετεί τόσο την περιεκτικότητα των καρπών σε λάδι όσο την επιθυµητή, για τη µείωση της παρενιαυτοφορίας, βλαστική ανάπτυξη του δέντρου.
Στις καλλιέργειες για επιτραπέζια ελιά, φυσικά αρδευόµενες, ο σχεδιασµός της λίπανσης έχει την εξής λογική.
Επειδή εκτός από το ύψος της παραγωγής, µάς ενδιαφέρει ιδιαίτερα το µέγεθος του καρπού, επειδή γνωρίζουµε ότι η υψηλή πρώιµη αζωτούχος λίπανση ενισχύει σηµαντικά την καρπόδεση και επειδή επίσης γνωρίζουµε ότι όσο περισότερος είναι ο καρπός τόσο δυσκολότερο είναι το µεγάλο µέγεθος, γι’ αυτό δίνουµε βάρος στην κλασµατική (σπασµένη σε δόσεις) αζωτούχο λίπανση, µετά την άνθηση. Φυσικά µε εξασφαλισµένο έναν αποθησαυρισµό µε τον οποίο το δέντρο θα µπορεί να στηρίξει µιαν ικανοποιητική διαφοροποίηση και καρπόδεση. Αυτά θα τα διδάξει στον καλλιεργητή η πείρα.
«Εχθρός» της παραπάνω συλλογιστικής είναι ο φόβος της µικρής παραγωγής, γεγονός που οδηγεί τους παραγωγούς σε ισχυρές χειµωνιάτικες λιπάνσεις, αλλά και σε υψηλότερες δόσεις το καλοκαίρι χάριν του µεγέθους. Έχει όµως αποδειχθεί πως αυτές οι θερινές υδρολιπάνσεις δεν δηµιουργούν αναγκαστικά κάποια ευθεία αναλογία µε το µέγεθος του καρπού.
Όσον αφορά δε στις µάλλον συνήθεις όψιµες – κοντά στη συγκοµιδή – υδρολιπάνσεις στην ελιά Χαλκιδικής, η ποιοτική υποβάθµιση που προκαλούν στο τελικό προϊόν υπερβαίνει οποιοδήποτε όφελος από την αύξηση του µεγέθους.
Για την όποια αντιστάθµιση τέτοιων ζηµιών, λαµβάνοντας υπόψη την όχι και τόσο συνεκτική σάρκα της ποικιλίας, «τρέχουµε» ένα πρόγραµµα ψεκασµών µε χλωριούχο ασβέστιο (1%) στο δεύτερο κύµα αύξησης του καρπού, κάτι που έχουµε κάνει και στην Καλαµών του Μεσολογγίου µε νιτρικό ασβέστιο, για την αντιµετώπιση του µαλακώµατος της µύτης του καρπού.
Πιστεύουµε πάντως, ότι για το µέγεθος του καρπού χωρίς προβλήµατα, πρέπει να δοθεί περισσότερη βάση στην πρώιµη αζωτούχο λίπανση (υδρολίπανση) της καρπόδεσης, στην συνεπικουρία κάποιας καλιούχου και ίσως κάποιων «καταλυτών», από τη γονιµοποίηση κιόλας, υπό µορφή διαφυλλικής χορηγείας.
Τελειώνοντας τα του αζώτου σηµειώνουµε ότι η επιθυµητή περιεκτικότητα των φύλλων (φύλλα δέντρων σε καρποφορία, από το µέσον της τελευταίας βλάστησης, ηλικίας 5-8 µηνών) βρίσκεται µεταξύ 1,6 και 1,8%. Μεταξύ 1,2 και 1,6% έχουµε σχετική έλλειψη και κάτω του 1,2% έχουµε τροφοπενία.
Κατά το έτος της καρποφορίας οι τιµές αυτές µπορεί να µειωθούν λίγο, ενώ κατά το έτος της ακαρπίας να αυξηθούν λίγο.
Φυσιολογικά το άζωτο των φύλλων µειώνεται συνεχώς από την έναρξη της βλάστησης µέχρι την έναρξη της σκλήρυνσης του πυρήνα, τέλη Ιούλη – αρχές Αυγούστου. Στη συνέχεια, το Φθινόπωρο, αυξάνεται και σταθεροποιείται στη διάρκεια του Χειµώνα.
Θα δούµε παρακάτω ότι το ίδιο συµβαίνει και µε τον φωσφόρο των φύλλων. Το κάλιο παρουσιάζει συνεχή πτώση µέχρι τη συλλογή του καρπού.
Κατά την περίοδο της σκλήρυνσης του πυρήνα, συχνά παρουσιάζονται καρποπτώσεις, κάποτε σηµαντικές, που δεν οφείλονται σε παρασιτικά αίτια και µάλλον συνδέονται µε αυτή την «καθίζηση» του αζώτου, πιθανόν και του καλίου στο φύλλο – λιγότερες πιθανότητες έχει η εµπλοκή του φωσφόρου- γεγονός που χρίζει προσοχής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το διαφυλλικό άζωτο, πιθανόν και το κάλιο, τον Ιούλιο – Αύγουστο, ίσως συνιστά λύση. Στις πράσινες επιτραπέζιες δεν αποκλείεται µία ανάλογη υδρολίπανση.
Ο ΦΩΣΦΟΡΟΣ
Ο φωσφόρος, µεταξύ των τριών µακροθρεπτικών (Ν,Ρ,Κ), έχει τύχει της
λιγότερης προσοχής από τους ερευνητές. Ίσως επειδή οι ανάγκες της ελιάς καλύπτονται σχετικά εύκολα, ίσως επειδή µάλλον σπάνια παρατηρείται η έλλειψή του στα φύλλα, ίσως και τα δύο µαζί…
Βέβαια από καθαρά εδαφολογική άποψη η φωσφορική γονιµότητα των εδαφών µας έχει βελτιωθεί αρκετά, όµως σε συγκεκριµένες ελαιοκοµικές περιοχές, όπως στις δυτικές (δυτικά της Πίνδου), σε µεγάλο βαθµό στην Κρήτη, καθώς και σε άλλες περιοχές, οι ελλείψεις φωσφόρου είναι µάλλον συχνές.
Από την άποψη της αγροτεχνικής τώρα, η έλλειψη φωσφόρου είναι πιο πιθανή εκεί όπου πλεονάζει το άζωτο. Γι’ αυτό και από αρκετούς ερευνητές η σχέση Ν:Ρ των φύλλων, χρησιµοποιείται για τη διάγνωση της ανεπάρκειάς του. Το άριστο εύρος των τιµών της σχέσης αυτής κυµαίνεται µεταξύ 16,5 και 19 (Buchmann και συν., 1959). Από την άλλη µεριά ο φωσφόρος µπορεί να ενισχύσει την αποτελεσµατικότητα της αζωτούχου λίπανσης. Φαίνεται ότι η αποτελεσµατικότητα της φωσφορικής λίπανσης διαµεσολαβείται ισχυρά από άλλους παράγοντες – από µόνος του ο φωσφόρος, συχνά, δεν κάνει πολλά πράγµατα.
Το κάλιο και το µαγνήσιο είναι θετικοί διαµεσολαβητές.
Από το κάλιο, στη θειϊκή του µορφή (Κ2SO4) µπορούµε να περιµένουµε θετικά αποτελέσµατα, αφού διαλυτοποιεί το φωσφόρο του φωσφορικού ασβεστίου, λόγω της δηµιουργίας θειϊκού ασβεστίου και το φωσφορικό κάλιο που προκύπτει έχει πολλή καλή διαλυτότητα (Taylor A.W. και Guney E.L., 1965).
Με το µαγνήσιο ο φωσφόρος έχει πολύ καλές σχέσεις, στη λογική πως µόνο παρουσία του εκπληρώνει το βιολογικό του ρόλο.
Ασκεί επίσης, το µαγνήσιο, θετική επίδραση στις φωσφατάσες. Οι φωσφατάσες είναι οι κύριοι ενζυµικοί «µετασχηµατιστές» του οργανικού φωσφόρου σε ανόργανο. Οργανικός φωσφόρος σηµαίνει οργανική ουσία (κοπριές και χλωρή λίπανση). Μέσω του µαγνησίου λοιπόν – που σε πολλές περιοχές της χώρας µας πλεονάζει – φτάσαµε στην οργανική ουσία, για να πούµε ότι η χορήγηση κοπριάς θα ευνοήσει την πρόσληψη του φωσφόρου από το ελαιόδεντρο. Θα λέγαµε µάλιστα, αν έπρεπε να διαλέξουµε, κοπριά µονογαστρικών (πουλερικά, χοίροι) που είναι πλουσιότερη από εκείνη των µηρυκαστικών (πρόβατα, γίδια, βοοειδή) σε φωσφορική ινοσιτόλη, γιατί στα έντερά τους δεν υπάρχει αρκετή φυτάση ώστε να την χρησιµοποιήσουν κι έτσι περνάει στην κοπριά (είναι η αιτία που στα σιτηρέσια των µονογαστρικών, όταν επιτρέπεται, προστίθεται φυτάση για την καλύτερη αφοµοίωση του φωσφόρου).
Μια ενδιαφέρουσα διαµεσολάβηση του µαγνησίου, µεταξύ φωσφόρου και καλίου (που ίσως εξηγεί και κάποια «περίεργα» αποτελέσµατα παλαιότερων ερευνών για τη σχέση φωσφόρου και καλίου) θα βρούµε και παρακάτω, στο κεφάλαιο του καλίου.
Επειδή µια ζώνη από την οποία η ελιά προσλαµβάνει το φωσφόρο βρίσκεται πολύ κοντά στον κορµό, στα 50 περίπου εκατοστά, η εφαρµογή της κοπριάς εκεί ίσως να είναι πιο αποτελεσµατική. Μια άλλη ζώνη βρίσκεται λίγο έξω από την προβολή της κόµης της (Scharpenseel, H.W. κ.ά., 1966 και Arambarri, P. κ.ά., 1974). Αυτή όµως η ζώνη, λόγω του µεγέθους της, χρειάζεται µεγαλύτερες ποσότητες, που πρέπει να βρεθούν, που έχουν κόστος, κ.λπ.
Επιστρέφουµε στην ανόργανο φωσφορική λίπανση για να πούµε ότι η εφαρµογή της σε βάθος, δηλαδή σε γούρνες, αυξάνει σηµαντικά την αποτελεσµατικότητα του φωσφόρου.
Για τις σχέσεις του τόσο αναγκαίου για την ελιά βορίου µε το φωσφόρο να πούµε ότι, γενικά, είναι καλές. Σύνθετα λιπάσµατα που στην «ουρά» τους έχουν βόριο (ΝΡΚ +Β) ευνοούν την πρόσληψή του. Επειδή όµως η ελιά µπορεί να δεχτεί υψηλές διορθωτικές επεµβάσεις µε βόριο, τότε η σχέση αυτή διαταράσσεται και το βόριο εµποδίζει την πρόσληψή του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η διαφυλλική χορήγηση του φωσφόρου φαίνεται αναγκαία. Μέσω του βορίου εύκολα φτάνουµε στην ανθοφορία και στην καρπόδεση και µέσω αυτών στη διαφοροποίηση και στον φωσφόρο.
Ο φωσφόρος έχει ισχυρή παρουσία, ως µέρος των νουκλεϊνικών οξέων, (RNA, DNA) τόσο στους οφθαλµούς, από την ανθογόνο επαγωγή, όσο και στα άνθη. Ο φωσφόρος ευνοεί και τη διαφοροποίηση και την άνθηση. Η αυξηµένη παρουσία του στα άνθη αυτό ακριβώς δηλώνει.
Ως εκ τούτου, θεωρούµε ότι, όπου η επαρκής παρουσία του δεν είναι επιβεβαιωµένη, είναι επιβεβληµένη η διαφυλλική χορήγησή του, σίγουρα από την έναρξη του έτους – αν όχι από το φθινόπωρο- µέχρι πριν την άνθηση, όσες φορές κρίνεται αναγκαίο.
Οι τιµές επάρκειας του φωσφόρου στα φύλλα κυµαίνονται µεταξύ 0,09 και 0,11%, Ρ (Ρ: 0,44= Ρ2Ο5), η σχετική έλλειψη βρίσκεται µεταξύ 0,07 και 0,09%, ενώ η τροφοπενία, σε τιµές µικρότερες το 0,07%. Για τη δειγµατοληψία ισχύουν όσα αναφέρονται στο άζωτο.
Ο φωσφόρος των φύλλων ακολουθεί παρόµοια πορεία µε εκείνη του αζώτου. Μειώνεται δηλαδή µέχρι τη σκλήρυνση του πυρήνα. Το φθινόπωρο αυξάνεται και σταθεροποιείται στη διάρκεια του χειµώνα.
ΤΟ ΚΑΛΙΟ
Η σηµασία του καλίου για την ελιά είναι προφανής από τη συχνότητα των τροφοπενιών σε πολλές ελαιοκοµικές περιοχές της χώρας. Ο καρπός και η βλάστηση αφαιρούν, κάθε χρόνο, µεγάλες ποσότητες καλίου από το έδαφος.
Σε όξινα εδάφη αλλά και σε πολύ ασβεστούχα, οι ελλείψεις καλίου είναι συχνότερες.
Το ίδιο συµβαίνει σε λιγότερο γόνιµα εδάφη, σε µη αρδευόµενες καλλιέργειες, ιδιαίτερα τη χρονιά της παραγωγής. Σε γόνιµα εδάφη, σε αρδευόµενες καλλιέργειες ή όπου οι βροχοπτώσεις είναι επαρκείς, οι πιθανότητες έλλειψης µειώνονται δραστικά, πολύ περισσότερο όταν η αζωτούχος λίπανση δεν υπερβάλλει.
Πράγµατι το επίπεδο της αζωτούχου λίπανσης είναι καθοριστικός παράγοντας για το επίπεδο της καλιούχου. Φυσικά, το είπαµε ήδη, πρέπει να συνυπολογισθεί το ύψος της παραγωγής το οποίο είναι ανάλογο µε τις ποσότητες του καλίου που αφαιρεί από το έδαφος το δέντρο, για χάρη της αλλά και για την αναπλήρωση των αποθεµάτων του.
Να υπογραµµίσουµε ότι το ύψος της παραγωγής επιδρά περισσότερο στη περιεκτικότητα των φύλλων σε κάλιο παρά σε άζωτο και φωσφόρο.
Το κάλιο συνδράµει δραστικά το µέγεθος του καρπού, περισσότερο το µέγεθος και αρκετά λιγότερο την περιεκτικότητά του σε λάδι. Συνεπώς άλλα επίπεδα καλιούχου λίπανσης χρειάζονται οι επιτραπέζιες – βρώσιµες ελιές κι άλλα οι λαδολιές.
Η πορεία του καλίου στα φύλλα της ελιάς διαφέρει από την πορεία που έχει το άζωτο και ο φωσφόρος.
Στην περίπτωσή του η πτώση συνεχίζεται και µετά την σκλήρυνση του πυρήνα, µέχρι τη συγκοµιδή.
Από ’δω εύκολα µπορεί κανείς να συµπεράνει ότι η κατάσταση αυτή επηρεάζει το φυτικό µεταβολισµό, κατά, αλλά και µετά τη σκλήρυνση του πυρήνα, άρα και την ανθογόνο επαγωγή για την οποία έχουµε µιλήσει στα «Στάδια ανάπτυξης της ελιάς». Και να συνεχίσει να συµπεραίνει ότι στη χρονιά της υψηλής καρποφορίας η επίδρασή της είναι εντονότερη, ήτοι βλαπτικότερη. Χρειάζεται λοιπόν να επέµβουµε µε καλιούχες υδρολιπάνσεις από τον Ιούλιο ή/και µε κάποιες διαφυλλικές εφαρµογές, ώστε να λειτουργήσουν και στην περίοδο της ανθογόνου επαγωγής (Αύγουστο – Σεπτέµβριο) και µάλιστα µε δυνατές συγκεντρώσεις καλίου.
Το άζωτο φτιάχνει το ξύλο και το κάλιο το «ψήνει». Συνεχίζουµε.
Ως προς την επίδραση της φωσφορικής λίπανσης επί του καλίου φαίνεται πως, όπου η παρουσία του καλίου στα φύλλα είναι ελλειµµατική, η φωσφορική λίπανση την ενισχύει (Gonzalezκ.ά., 1970), όταν όµως ο φωσφόρος των φύλλων ξεπεράσει τα όρια επάρκειας (0,095%) η περαιτέρω αύξησή του έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση του καλίου εκεί (Buchmann, 1962, Γαβαλάς, 1972) και το γεγονός αυτό προκαλεί ερωτηµατικά.
Πιστεύουµε ότι η εξήγησή του βρίσκεται στις προαναφερθείσες (στο κεφάλαιο του φωσφόρου) διαµεσολαβήσεις. Οι «ισορροπίες» µεταξύ φωσφόρου και καλίου φέρνουν στο προσκήνιο έναν ισχυρό διαµεσολαβητή αυτής της σχέσης, το µαγνήσιο.
Το ζήτηµα µάλιστα παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον λόγω του γενικά καλού έως πολύ υψηλού επιπέδου του µαγνησίου σε πολλά εδάφη της χώρας µας. Αν λοιπόν το έδαφος είναι φτωχό σε κάλιο και πλούσιο σε µαγνήσιο, οι υψηλές δόσεις φωσφόρου µπορεί να οδηγήσουν σε επιδείνωση της έλλειψης καλίου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο φωσφόρος και το µαγνήσιο είναι ένα ζευγάρι που πάει «πακέτο» στη θρέψη των φυτών και ο υψηλός φωσφόρος θα ευνοήσει την πρόσληψη του µαγνησίου εις βάρος του καλίου. Και όχι µόνον αυτό, αλλά όταν το έδαφος είναι πλούσιο σε κάλιο, ο φωσφόρος µπορεί να αποτρέψει την έλλειψη µαγνησίου.
Είναι ίσως ενδιαφέρουσα η πρότασή µας που λέει πως, όπου το εδαφικό µαγνήσιο είναι υψηλό, ο διαφυλλικός φωσφόρος ίσως ευνοήσει το κάλιο µε την έννοια ότι δεν θα κινητοποιήσει το «εχθρικό» µαγνήσιο.
Και φτάσαµε στο επίπεδο του καλίου στα φύλλα. Το επιθυµητό εύρος των τιµών του κυµαίνεται µεταξύ 0,7 και 0,9% Κ (Κ: 0,83= Κ2Ο), η σχετική έλλειψη µεταξύ 0,5 και 0,7%, η δε τροφοπενία έχει τιµές µικρότερες του 0,5% και η περίσσεια µεταξύ 0,9 και 1,1%. Για τη δειγµατοληψία ισχύουν όσα ισχύουν για το άζωτο και τον φωσφόρο.
ΤΟ ΒΟΡΙΟ
Το βόριο είναι το πιο σηµαντικό ιχνοστοιχείο για την ελιά. Οι ισχυρές ελλείψεις του φαίνονται εύκολα στη γενική εικόνα του δέντρου (παραµόρφωση φύλλων, µικροφυλλία, κλαδιά «σκούπες», ξερόκλαδα) και φυσικά στην ανθοφορία και στην καρποφορία. Ακόµα και σε ήπιες ελλείψεις, που δεν επηρεάζουν την άνθηση και την καρπόδεση, η καλοκαιρινή καρπόπτωση, συχνά είναι ισχυρή.
Το βόριο ρυθµίζει τη συγκέντρωση των φαινολών στο φυτικό κύτταρο.
Η τροφοπενία του οδηγεί σε συσσώρευση φαινολικών ενώσεων, µε συνέπεια την αυξηµένη δραστηριότητα της οξειδάσης τους (πολυφαινολοξειδάση) και αποτέλεσµα τη συσσώρευση άλλων δραστικών ενώσεων (κινόνες, όπως λ.χ. η καφεϊκή κινόνη) οι οποίες τελικά, βλάπτουν την περατότητα των µεµβρανών και γενικά τη λειτουργία τους.
Η ελιά παρουσιάζει µειωµένη ικανότητα πρόσληψης ή/και µετακίνησης του βορίου προς τα πάνω (πάσχει από ελλείψεις εκεί που άλλα δέντρα τα καταφέρνουν µια χαρά) και σ’ αυτήν οφείλεται η υψηλή αντοχή της στις υψηλές συγκεντρώσεις του στο νερό και στο έδαφος, συγκεντρώσεις στις οποίες άλλα είδη ζηµιώνονται σοβαρά (τοξικότητες).
Γι’ αυτό και στην περίπτωσή της, κατά τη διόρθωση της έλλειψής του, κατά τη χορήγηση δηλαδή του βόρακα το χειµώνα, συγχωρούνται και κάποιες υπερβάσεις στη δοσολογία του (γρ./δέντρο).
Οι εφαρµογές αυτές καλύπτουν τις ανάγκες των δέντρων για περισσότερα χρόνια. Οι διαφυλλικές εφαρµογές βορίου καλύπτουν τις ετήσιες ανάγκες και είναι ιδιαίτερα χρήσιµες σε ξηρικές καλλιέργειες.
Από την αρχή έχουµε αναφέρει ότι η ελιά είναι ασβεστόφιλο είδος, αυτό όµως εγείρει και µεγαλύτερες ανάγκες για βόριο. Πρόκειται για έναν γενικό «κανόνα» στο φυτικό βασίλειο. Μεταξύ ασβεστίου και βόριου υπάρχει µια λειτουργική σχέση. Σε τροφοπενία βορίου η ασβεστοφιλία του δέντρου είναι απλά µια…ευχή.
Αξίζει, εδώ, να σηµειώσουµε την παρατήρηση του Γαβαλά (1978) ότι στην ελιά η τροφοπενία βορίου παρατηρείται, κυρίως και σε εντονότερο βαθµό, σε εδάφη τα οποία στερούνται ανθρακικού ασβεστίου, ενώ είµαστε εξοικειωµένοι µε το αντίθετο.
Κατά τον ίδιο, αυτό συνιστά µιαν ακόµη ένδειξη για τον συνεργισµό των ελλείψεων ασβεστίου και βορίου στην εκδήλωση της τροφοπενίας.
Να ξεχωρίσουµε πάντως, ότι γίνεται λόγος για ανθρακικό ασβέστιο (το οποίο µάλιστα προφυλάσσει το βόριο από ενδεχόµενη έκπλυση) και όχι για ελεύθερα ιόντα ασβεστίου που αυξάνουν το pH και µειώνουν τη διαθεσιµότητα του βορίου.
Πάµε στις σχέσεις του µε το κάλιο, για να πούµε κατ’ αρχάς, ότι µεγάλες δόσεις καλίου ευνοούν την έλλειψη βορίου. ∆εν είναι όµως πάντα έτσι, αφού σε εδάφη µε υψηλή περιεκτικότητα σε βόριο οι µεγάλες δόσεις του καλίου µπορεί να ευνοήσουν την υπερεπάρκεια ή και να επιδεινώσουν – σπανιότερα στην ελιά – µια τοξικότητα βορίου. Αυτό µπορεί να συµβεί γιατί το κάλιο επηρεάζει τη σχέση ασβεστίου / βορίου, υπέρ του βορίου, λόγω του εντονότερου ανταγωνισµού του µε το ασβέστιο.
Οι τιµές επάρκειας του βορίου στα φύλλα κυµαίνονται µεταξύ 20 και 50 ppm, της σχετικής έλλειψης µεταξύ 15 και 20 ppm και της τροφοπενίας κάτω των 15 ppm. Οι τιµές υπερεπάρκειας βρίσκονται µεταξύ 50 και 150 ppm.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ύστερα από όσα είπαµε ως τώρα, στην εναλλακτική προσέγγιση έµειναν λίγα για να πούµε, αυτά όµως είναι τα ουσιαστικά.
Θα µιλήσουµε για τη διαφυλλική χρήση της ουρίας ως δυνατότητα αποκλειστικής ή κυρίαρχης αζωτούχου λίπανσης στην ελιά.
Η θεώρησή µας έχει σοβαρά θεµέλια µε ισχυρότερα, το νερό, το βερτιτσίλιο, το φυσικό περιβάλλον, την αποτελεσµατικότητα, την ευκολία και φυσικά τη διαθεσιµότητα του δέντρου της ελιάς. Εξηγούµαστε:
Πολλοί ελαιώνες είναι ξηρικοί ή αρδεύονται πληµµελώς.
Το βερτιτσίλιο πάλι, είναι µια καταστροφική για την ελιά ασθένεια που προσβάλλει τα ξυλώδη αγγεία, δηλαδή το αγωγό σύστηµα του φυτού, ενθαρρυνόµενο από την … καλοπέραση, ήτοι από το πολύ νερό και το πολύ άζωτο στο έδαφος. Αν και ο σπουδαίος, ελληνικής καταγωγής, φυτοπαθολόγος Agrios G. (2005), µιλάει για πιο σοβαρές αδροµυκώσεις σε συνθήκες υδατικής καταπόνησης. Το έχουµε, πράγµατι παρατηρήσει σε πολλά ελαιοπερίβολα, νηστικά και διψασµένα, ακόµα και στα δικά µας που είναι ξηρικά.
Το διαφυλλικό άζωτο παρακάµπτει τα ξυλώδη αγγεία.
Για το περιβάλλον, ας προστρέξουµε αρχικά στα προγράµµατα περιορισµού της νιτρορύπανσης, για τα οποία βέβαια, πολλά έχουµε να πούµε αλλά δεν είναι του παρόντος.
Ύστερα είναι και η αποτελεσµατικότητα του αζώτου, µια σύνθετη έννοια µε πολλές παραµέτρους, που όµως όλες αναφέρονται στο άζωτο που κερδήθηκε από τον καρπό και τη βλάστηση και φυσικά στο κέρδος του καλλιεργητή.
∆εν έχουµε µετρήσει την αποτελεσµατικότητα του διαφυλλικού αζώτου, εύλογα όµως εκτιµούµε ότι είναι µεγαλύτερη από εκείνη του εδαφικού αζώτου που, στα δέντρα ειδικά, είναι πολύ µικρή…
Οι διαφυλλικές εφαρµογές, ειδικά οι συνδυασµένες, αν δεν λέγονται εύκολες, σίγουρα δεν είναι δύσκολες.
Τέλος, η διαθεσιµότητα της ελιάς να δεχθεί ισχυρές διαφυλλικές λιπάνσεις, αναλύθηκε ήδη από νωρίς στο κεφάλαιο «Τα φύλλα».
Φτάσαµε λοιπόν στο «διά ταύτα».
∆ιαφυλλικές εφαρµογές ουρίας, σε συγκεντρώσεις 3-4%, στα ενδεδειγµένα στάδια ανάπτυξης της ελιάς, όπως αυτά περιγράφονται στο οµώνυµο κεφάλαιο και στα κεφάλαια για τα θρεπτικά.
Αριθµούµε τις δυνατότητες:
■ Μετά τη συλλογή ή και εντός αυτής (∆εκέµβριο – Ιανουάριο).
■ Στην κρίσιµη για την ανθογονία
(διαφοροποίηση) περίοδο (Ιανουάριος – Φεβρουάριος).
■ Προανθικά (τέλη Μαρτίου – τέλη
Απριλίου).
■ Μεταανθικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης φάσης ανάπτυξης του καρπού (Ιούνιος / καρπόδεση – Αύγουστος / σκλήρυνση κουκουτσιού).
Σ’ αυτές τις εφαρµογές και ιδιαίτερα σε εκείνες από το τέλος του έτους µέχρι και την καρπόδεση, µπορεί στο διάλυµα της ουρίας να προστεθεί όποιο άλλο µάκρο ή µικροθρεπτικό κριθεί αναγκαίο.
Αν τώρα υπολογίσουµε το άζωτο που µπορεί να εφαρµοστεί διαφυλλικά, θα διαπιστώσουµε ότι είναι ικανό, από µόνο του, να καλύψει το σύνολο των αναγκών της καλλιέργειας, όποια µορφή κι αν έχει αυτή (αρδευόµενη ή µη) και σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται (παραγωγικό ή µη έτος).
∆εν θα επεκταθούµε, πρέπει να πούµε όµως, ότι µιλήσαµε για µια ηλεγµένη δυνατότητα, δηλαδή για µια δυνατότητα που την έχουµε κάνει πράξη κι αυτό είναι το σηµαντικό.Υπάρχει όµως και ένα µυστικό στην υπόθεση, κι αυτό είναι παράγωγο της… επιµονής στην ουρία.
Το µυστικό ονοµάζεται Νικέλιο και µε αυτό θα τελειώσουµε. Να λοιπόν τι γράφουµε στο «Γεωπονείον» (Πιστόλης Λ.Τ., Πιστόλης Τ.Λ., 2023, εκδόσεις Έµβρυο) που εκδόθηκε πριν από λίγους µόνο µήνες.
ΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΝΙΚΕΛΙΟ
Μια άλλη πτυχή της λίπανσης µας δίνει η εξέλιξη της χρήσης της ουρίας που, λόγω της φτηνότερης τιµής ανά µονάδα αζώτου, έχει γίνει σε αρκετές περιπτώσεις το κυρίαρχο αζωτούχο λίπασµα. Η κατάσταση αυτή έκανε ώστε, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το νικέλιο να µπει στη φαρέτρα των απαραίτητων θρεπτικών στοιχείων.
Μέχρι τότε τη σχέση του µε τη γεωργία ελάχιστοι τη γνώριζαν, αν και από το 1975 είχε ανακαλυφθεί ότι είναι συστατικό του ενζύµου ουρεάση, δηλαδή του ενζύµου που µεταβολίζει την ουρία. Άντε να γνωρίζαµε κάτι για τις τοξικές επιδράσεις του στο φυτικό βασίλειο. Βέβαια στη χώρα µας το νικέλιο δεν µας είναι άγνωστο, το αντίθετο µάλιστα. Όµως το γνωρίζουµε όχι από τη γεωργική του χρήση αλλά από τις ..άοκνες προσπάθειες ξεπουλήµατος της ΛΑΡΚΟ, ακόµη και τώρα που το ενδιαφέρον γι’ αυτό, συνεπώς και η τιµή του, εκτινάσσεται παγκοσµίως!
Στα του οίκου µας πάλι. Θετικά στην εφαρµογή νικελίου αντιδρούν καλλιέργειες που ως κύρια µορφή αζωτούχου λίπανσης έχουν την ουρία αλλά και ψυχανθή και ιδιαίτερα εκείνα που µετατρέπουν στα φυµάτια την αµµωνία σε ουρεΐδια, µορφή µε την οποία στέλνουν το άζωτο στο υπέργειο τµήµα τους. Τέτοια ψυχανθή είναι η σόγια, το φασόλι, το κουκί, το µπιζέλι κ.ά.
Ψυχανθή και άλλα δικότυλα που στερήθηκαν το νικέλιο, έδωσαν – λόγω της µειωµένης δράσης της ουρεάσης – τοξικότητες ουρίας (Eskew κ.ά., 1983).
Φυτά τοµάτας στα οποία ως πηγή αζώτου χρησιµοποιήθηκε αποκλειστικά ουρία, µε διαφυλλικές εφαρµογές, όταν στο θρεπτικό διάλυµα προστέθηκε νικέλιο, η ανάπτυξή τους υπήρξε θεαµατική (Nicouland και Bloom, 1998).
Φαίνεται ότι ο ρόλος του νικελίου δεν εξαντλείται στη δραστηριότητα της ουρεάσης αλλά κάνει κι άλλα πολλά ακόµη, όµως δεν είναι του παρόντος. Πάντως για την εµπλοκή του στον µεταβολισµό της ουρίας, πρέπει να το υπογραµµίσουµε, ελάχιστες ποσότητες νικελίου, που µπορεί να περιέχει ένα διαφυλλικό σκεύασµα, είναι αρκετές.
Το ποιό προϊόν θα χρησιµοποιήσουµε αφορά πρωτίστως τις εταιρείες παραγωγής και εµπορίας διαφυλλικών σκευασµάτων.
K+S GmbH
Κάλιο & Μαγνήσιο απαραίτητο για όλους τους Ελαιώνες
*του Μάνου Σακελλαρίου
Παραγωγή, βάρος και ελαιοπεριεκτικότητα αυξάνονται µε καίριες εφαρµογές
Στα δένδρα που δεν λιπαίνονται σωστά, έχουµε µείωση της παραγωγής και της απόδοσης σε λάδι. Σύµφωνα µε πειραµατικά δεδοµένα που έχουµε στην λεκάνη της Μεσογείου (N.Γαβαλάς, Η ανόργανη Θρέψη & λίπανση της ελιάς) για να διατηρήσουµε τα δένδρα σε ικανοποιητικό επίπεδο καλίου, ως λίπανση συντηρήσεως µπορούµε να θεωρήσουµε το (K2O= N) και όχι ως λίπανση διορθώσεως. Εάν τα δένδρα είναι σε καρποφορία απαιτούν διπλάσιες ποσότητες καλίου σε σχέση µε τα άζωτο. Εάν τα δένδρα εµφανίζουν τροφοπενία τότε θα πρέπει να εφαρµοστεί υψηλή καλιούχος λίπανση όπως αναφέρεται στον πίνακα 1. Φυσικά µε την χρήση της φυλλοδιαγνωστικής µπορούµε να γνωρίζουµε τα επίπεδα θρεπτικών στοιχείων και να πράττουµε αναλόγως.
Ως γενικός κανόνας ανάλογα µε την περιεκτικότητα των φύλλων σε Κ και το ύψος παραγωγής µπορούµε να εφοδιάζουµε κάθε 1-2 χρόνια το δένδρο µε 0,5-1 kg K2O ως λίπανση συντήρησης.
(ΠΙΝΑΚΑΣ 2). Υπό ξηρικές συνθήκες σε ελαιοποιήσιµες ποικιλίες συνιστάται εφαρµογή 500 g K2O ανά δένδρο.
Το Κάλιο θα πρέπει να βρίσκεται στα επιθυµητά επίπεδα κατά τη διάρκεια της ελαιογένεσης (τέλη καλοκαιριού-αρχές Σεπτεµβρίου) ούτως ώστε να επιτευχθούν υψηλά ποσοστά λαδιού.
Αυτό µπορεί να επιτευχθεί πέρα από την βασική λίπανση του χειµώνα µε υδρολίπανση το καλοκαίρι. θα µπορούσαµε όπου υπάρχουν αρδευόµενες εκτάσεις να εφαρµόσουµε το 90% το χειµώνα και το 10% της ετήσιας συνιστώµενης δόσης Καλίου τον Αύγουστο. Επίσης διαφυλλικοί ψεκασµοί µε Κάλιο το Σεπτέµβριο δρουν επικουρικά στην ωρίµανση του καρπού.
Αυτοί οι ψεκασµοί θεωρούνται ότι προστατεύουν µερικώς τα φύλλα από µυκητολογικές προσβολές, πχ. Από κυκλοκόνιο.
Στις Μεσογειακές συνθήκες (λίγες βροχοπτώσεις το χειµώνα, ζεστό και ξηρό καλοκαίρι) η χρήση θειικού καλίου προτιµάται έναντι αυτής χλωριούχου καλίου, ώστε να µειωθεί ο κίνδυνος αλάτωσης του εδάφους.
Το Μαγνήσιο
Αποτελεί το κεντρικό άτοµο του µορίου της χλωροφύλλης και εποµένως απαραίτητο στην διαδικασία της φωτοσύνθεσης.
Ουσιαστικό για την σύνθεση, µεταφορά και αποθήκευση σηµαντικών φυτικών ουσιών, όπως υδατάνθρακες, πρωτεΐνες και λίπη.
To µαγνήσιο ενεργοποιεί περισσότερα ένζυµα από οποιοδήποτε άλλο θρεπτικό συστατικό.
Η ισορροπία µεταξύ του καλίου, µαγνησίου είναι σηµαντική Mg/K.
Εποµένως όταν εφοδιάζουµε το δένδρο µε σηµαντικές ποσότητες καλίου θα πρέπει να το εφοδιάζουµε και µε µαγνήσιο ώστε να αποφεύγεται η ανισορροπία µεταξύ των θρεπτικών στοιχείων.
Συνεισφέρει στην αύξηση της απόδοσης αλλά κυρίως στην αύξηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του παραγόµενου προϊόντος λαδιού σε ( γεύση – άρωµα )
Από πειραµατικά που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια , έχουν βρεθεί αρκετά σηµαντικά στοιχεία όσο αφορά την επίδραση του Μαγνησίου στην µείωση του στρες των φυτών σε συνθήκες υψηλών θερµοκρασιών και στην ηλιακή ακτινοβολία. Ο καλός εφοδιασµός µε µαγνήσιο προστατεύει τα φυτά και τα δένδρα από την ηλιακή ακτινοβολία. Φυτά µε µια ανεπάρκεια σε Μαγνήσιο είναι πολύ πιο ευαίσθητα στην ηλιακή ακτινοβολία. Σε δένδρα που η περιεκτικότητα σε Μαγνήσιο είναι χαµηλή όταν η θερµοκρασία ανεβαίνει, γίνεται αισθητή η καταπόνηση αυτών.
Λίπασµα Patentkali
■ 30 % K2O οξείδιο του καλίου διαλυτό στο νερό
■ 10 % MgO οξείδιο του µαγνησίου διαλυτό στο νερό
■ 42,5 % SO3 τριοξείδιο του θείου διαλυτό στο νερό
Είναι ένα ειδικό λίπασµα µε υψηλή περιεκτικότητα σε Κάλιο, Μαγνήσιο και Θείο σε ιδανική αναλογία. ∆ιαλύεται εύκολα στο έδαφος και επειδή τα στοιχεία είναι σε θειική µορφή είναι ευδιάλυτα και απορροφούνται εύκολα από το ριζικό σύστηµα, ανεξάρτητα από το pH του εδάφους. Το µαγνήσιο στο Patentkali προέρχεται από το φυσικό ορυκτό Κιζερίτη για αυτό και είναι άµεσα αφοµοιώσιµο σε αντίθεση µε άλλες πηγές µαγνησίου. Το κάλιο στο Patentkali είναι σε µορφή Θειικού Καλίου απαλλαγµένο από χλώριο, ιδανικό για υψηλής ποιότητας προϊόντα.
Πλεονεκτήµατα:
■ Αύξηση της παραγωγής και της περιεκτικότητας σε λάδι.
■ Υψηλή ποιότητα λαδιού σε (γεύση – άρωµα)
■ Βοηθάει στην ωρίµανση του καρπού & στο βάρος του καρπού
■ Συνδυάζεται µε όλους τους τύπους λιπασµάτων
■ Αυξάνει την ανθεκτικότητα του δένδρου στην ξηρασία και στους παγετούς
■ Ενδείκνυται σε όλα τα προγράµµατα ολοκληρωµένης διαχείρισης
■ Λόγω της φυσικής του προέλευσης και παραγωγής του έχει έγκριση για χρήση και στην βιολογική γεωργία
Θειικό Κάλιο KALISOP®
■ 50 % K2O οξείδιο Καλίου 100% υδατοδιαλυτό
■ 45 % SO3 θείο 100% υδατοδιαλυτό
Το KALISOP®
Έχει υψηλή περιεκτικότητα σε δύο κύρια θρεπτικά στοιχεία, Κάλιο & Θείο. Είναι άµεσα υδατοδιαλυτό κι έτσι τα θρεπτικά στοιχεία γίνονται άµεσα διαθέσιµα από τα δένδρα
Είναι πρακτικά απαλλαγµένο από χλώριο (max 1%) και γι’ αυτό το λόγο είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για την λίπανση καλλιεργειών µε ευαισθησία στο χλώριο καθώς και για περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος αλάτωσης των εδαφών (ιδιαίτερα στις ξηροθερµικές συνθήκες της χώρας)
Έχει χαµηλό δείκτη αλατότητας και για το λόγο αυτό η εφαρµογή του ελαχιστοποιεί το φαινόµενο της όσµωσης στο έδαφος, εξασφαλίζοντας εύκολη τροφοδοσία των φυτών σε νερό και θρεπτικά στοιχεία.
Λόγω της φυσικής του προέλευσης και παραγωγής του έχει έγκριση για χρήση και στην βιολογική γεωργία .
(Βιβλιογραφία: Ν. ΓΑΒΑΛΑΣ-Η ΑΝΟΡΓΑΝΗ ΘΡΕΨΗ ΚΑΙ Η ΛΙΠΑΝΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ, Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ / K+S Minerals & Agriculture GmbH)
*Business Partner of K+S, Γεωπόνος, Msc Marketing
Gavriel
Nea σταθεροποιηµενα ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ GAVRIEL
Υψηλές αποδόσεις µε τεχνολογία σταθεροποίησης ουρεάσης AGROTAIN και νιτροποίησης DMPP
*της Ιωάννας Καλκούνου
Η ελιά, ανθεκτική από την φύση της, συχνά δηµιουργεί την λανθασµένη εντύπωση χαµηλών απαιτήσεων θρέψης. Στην πραγµατικότητα όµως τα ελαιόδεντρα αντιδρούν θετικά µετά από ισορροπηµένη και επαρκή θρέψη, αυξάνοντας τις αποδόσεις τους θεαµατικά και βελτιώνοντας την παραγωγή τους ποιοτικά. Επίσης µε σωστή λίπανση σε συνδυασµό µε προσεκτικό κλάδεµα µπορούµε να µειώσουµε την παρενιαυτοφορία, (το φαινόµενο που µια χρονιά υψηλής παραγωγής διαδέχεται µια χρονιά χαµηλής απόδοσης) πετυχαίνοντας οµαλοποίηση της παραγωγής από χρονιά σε χρονιά. Άζωτο, φώσφορος κάλιο, µαγνήσιο και βόριο ή και ψευδάργυρος είναι συνήθως τα κύρια θρεπτικά συστατικά που απαιτεί η ελιά. H εταιρεία Gavriel θέλοντας o Έλληνας αγρότης να εξασφαλίσει ένα καλύτερο µέλλον, προτείνει βελτιωµένα λιπάσµατα νέας τεχνολογίας που ήρθαν για να κάνουν το καλό ακόµα καλύτερο. Στην καθιερωµένη πλέον σειρά λιπασµάτων Nutrimore µε σταθεροποιητή ουρεάσης Agrotain ήρθαν να προστεθούν τα λιπάσµατα Deplant µε σταθεροποιητή νιτροποίησης DMPP. Επιλέγοντας έναν από τους τύπους µε ιδανικές αναλογίες θρεπτικών συστατικών για την ελιά όπως τα Nutrimore 20-7-12+2MgO+B, Nutrimore 20-6-14+Β, Nutrimore 16-6-18+2MgO+B καθώς και Deplant 20-6-16+0.04B κ.α. υπερέχεις ξεκάθαρα γιατί συνδυάζεις:
■ Υψηλές µονάδες αζώτου µε µηδενικές απώλειες που παρέχονται σε ιδανικό ρυθµό. Το άζωτο είναι καθοριστικό για την διαφοροποίηση των οφθαλµών σε ανθοφόρους και βλαστοφόρους, άρα για τις αποδόσεις της επόµενης χρονιάς. Επίσης καθορίζει την τρέχουσα ανοιξιάτικη νέα βλάστηση. Ευνοεί την καλή ανθοφορία και την επιτυχηµένη καρπόδεση ενώ παραµένει βασική προϋπόθεση για την υψηλή ελαιοπεριεκτικότητα αλλά και το καλό µέγεθος του καρπού. Με την αξιόπιστη τεχνολογία σταθεροποίησης του ουρεϊκού αζώτου στα Nutrimore και του αµµωνιακού αζώτου στα Deplant και την ταυτόχρονη απουσία νιτρικού αζώτου οι απώλειες αζώτου σχεδόν µηδενίζονται εξασφαλίζοντας βελτιωµένη αξιοποίηση του λιπάσµατος από την καλλιέργεια. Αντίθετα κοινά blending λιπάσµατα χάνουν πάνω από το 40% του ουρεϊκού αζώτου που περιέχουν λόγω εξαέρωσης. Επίσης απλά χηµικά λιπάσµατα χάνουν πάνω από το 50% του συνολικού τους αζώτου λόγω εξαέρωσης του αµµωνιακού και έκπλυσης του νιτρικού που περιέχουν.
■ Φώσφορο πάνω από 90% υδατοδιαλυτό. Η ελιά όπως και όλα τα υπόλοιπα δέντρα και φυτά, µπορούν να απορροφήσουν µόνο τον υδατοδιαλυτό φώσφορο που περιέχεται σε ένα λίπασµα. Οι επαρκείς µονάδες πλήρως απορροφήσιµου φωσφόρου που εµπεριέχονται τόσο στα Nutrimore όσο και στα Deplant, βοηθούν στην βελτίωση της ποσότητας και ποιότητας του παραγόµενου ελαιολάδου αλλά και την καλύτερη ωρίµαση των καρπών , το βάρος τους και το µέγεθός τους.
■ Υψηλές µονάδες 100% υδατοδιάλυτου καλίου, για αυξηµένο µέγεθος καρπών και υψηλή ελαιοπεριεκτικότητα που είναι άλλωστε και τα κύρια ζητούµενα των ελαιοπαραγωγών. Επιπλέον το κάλιο βοηθά τα δέντρα να αποκτήσουν αντοχή στον παγετό.
■ Καινοτόµο µορφή Βορίου DDP ή και Ψευδαργύρου DDP που είναι 10 φορές πιο ισχυρά από τις απλές µορφές ιχνοστοιχείων. Απορροφούνται στο 100% από τα δέντρα και έτσι πετυχαίνουµε καλύτερο σχηµατισµό ανθέων, άριστη γονιµοποίηση, καρπόδεση και άρα καρποφορία.
Τέλος υπάρχει η δυνατότητα για επιλογή τύπων που παρέχουν Μαγνήσιο , απαραίτητο στοιχείο για την παραγωγή χλωροφύλλης και τέλεια καρπόδεση.
Επιλέγοντας τον κατάλληλο τύπο Nutrimore ή Deplant, ο παραγωγός πετυχαίνει µέγιστη αξιοποίηση των µονάδων θρέψης που παρέχει στα δέντρα σου και άρα βελτιωµένη παραγωγή τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Η σώστη και έξυπνη επιλογή λιπάσµατος είναι λοιπόν αυτή που εξασφαλίζει πραγµατική οικονοµία στην λίπανση χωρίς σπατάλες και αυξηµένες αποδόσεις.
*Γεωπόνος MSC, Υπεύθυνη τμήματος Marketing
Yara Ελλάς
Αναπληρώνοντας θρεπτικά τον ελαιώνα: Η πρόταση θρέψης της Yara Ελλάς
*Του Κώστα Τρυφωνόπουλου
Ο σωστός χρόνος συγκομιδής της ελιάς είναι όταν ο ελαιόκαρπος έχει ωριμάσει πλήρως, δεν έχουμε δηλαδή πράσινους καρπούς στο δένδρο, οπότε έχουμε την καλύτερη απόδοση σε ελαιόλαδο.
Ο χρόνος συγκομιδής του ελαιόκαρπου επηρεάζει σημαντικά και το μέγεθος της ανθοφορίας της επόμενης χρονιάς. Αν η συγκομιδή γίνεται πολύ όψιμα και ο ελαιόκαρπος μείνει για μεγάλη περίοδο πάνω στα δένδρα, η ανθοφορία της επόμενης χρονιάς θα είναι φτωχή και με χαμηλό ύψος παραγωγής. Η όψιμη συγκομιδή επηρεάζει τη διαφοροποίηση των οφθαλμών, που γίνεται κατά την περίοδο του χειμώνα, λόγω ανταγωνισμού με τους υπάρχοντες καρπούς.
Με τη συγκομιδή, εκτός από τον ελαιόκαρπο, αφαιρούμε από τα δένδρα και σημαντικές ποσότητες από υδατάνθρακες και θρεπτικά συστατικά. Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγή τόσο μεγαλύτερη είναι και η «εξάντληση» του δένδρου για την επόμενη χρόνια, δίνοντας περιορισμένη ανθοφορία και χαμηλή παραγωγή. Ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα θρέψης είναι απαραίτητο, για να επαναφέρει σε επάρκεια τα επίπεδα των θρεπτικών στοιχείων που αφαιρέθηκαν με τον ελαιόκαρπο και να δώσει τη δυνατότητα στα δένδρα να υποστηρίξουν μία καλή παραγωγή και την επόμενη χρόνια.
Θα πρέπει να περιλαμβάνει 1 με 2 διαφυλλικές λιπάνσεις μετά τη συγκομιδή. Οι διαφυλλικές λιπάνσεις, αν είναι σωστά τοποθετημένες στο πρόγραμμα θρέψης, μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «μικροεπεμβάσεις» με εντυπωσιακά αποτελέσματα, συνδράμοντας σημαντικά στην αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων.
Για την καλλιέργεια της ελιάς, η διαφυλλική λίπανση μετά τη συγκομιδή αυξάνει τις συγκεντρώσεις ορισμένων θρεπτικών στοιχείων και ειδικότερα κάποιων ιχνοστοιχείων εντός των δένδρων. Αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά τη διαφοροποίηση των οφθαλμών, ώστε να επιτύχουμε μια πλούσια ανθοφορία που είναι η βάση για μια μεγάλη παραγωγή.
Η πρόταση της Yara
Εδώ έρχεται η πρόταση της Yara, που ως παγκόσμιος ηγέτης στην θρέψη των καλλιεργειών, παρέχει τα κατάλληλα προϊόντα σε κάθε στάδιο ανάπτυξης της καλλιέργειας. Στην Yara Ελλάς, λαμβάνοντας υπόψη την αξία της καλλιέργειας της ελιάς στην αγροτική παραγωγή, και καθώς η θρέψη είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την επίτευξη μέγιστων αποδόσεων, έχουμε μελετήσει σε βάθος τις ανάγκες θρέψης και έχουμε αναπτύξει ειδικό χαρτοφυλάκιο προϊόντων για να καλύψουμε τις ανάγκες του ελαιοκαλλιεργητή.
Διαφυλλικές εφαρμογές με YaraVita
Τα προϊόντα διαφυλλικών εφαρμογών YaraVita έχουν σχεδιαστεί για να παρέχουν ταχεία δράση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των θρεπτικών ανεπαρκειών της καλλιέργειας. Τα διαφυλλικά σκευάσματα YaraVita αποτελούνται από υψηλής ποιότητας θρεπτικά στοιχεία με βοηθητικά ουσίες, όπως διαβρέκτες, προσκολλητικά μέσα και βοηθήματα απορρόφησης, τα οποία ελέγχουν και ενισχύουν την απόδοση.
Η διαφυλλική εφαρμογή με YaraVita BRASSITREL PRO μετά τη συγκομιδή επηρεάζει τη διαφοροποίηση των οφθαλμών, ώστε να πάρουμε πιο πλούσια ανθοφορία την ερχόμενη άνοιξη.
Το YaraVita BRASSITREL PRO δίνει στο δένδρο ένα μίγμα θρεπτικών στοιχείων και ιχνοστοιχείων σε μια περίοδο που η ρίζα δεν είναι ιδιαίτερα ενεργή. Τέλος, εάν η συγκομιδή γίνεται νωρίς (Νοέμβριος – Δεκέμβριος) προτείνεται άλλος ένας διαφυλλικός ψεκασμός κατά το φούσκωμα των οφθαλμών (συνήθως κατά το Φεβρουάριο) με το προϊόν YaraVita BUD BOOST.
Το YaraVita BRASSITREL PRO είναι ένα συμπυκνωμένο διάλυμα εύκολο στην χρήση, τη μέτρηση και την αναμιξιμότητα στη δεξαμενή ψεκαστικού διαλύματος.
Παράλληλα, αποτελεί σημαντική πηγή θρεπτικών στοιχείων για τις καλλιέργειες όταν εφαρμοστεί τον κατάλληλο χρόνο. Το ελεγχόμενο μέγεθος σωματιδίων διασφαλίζει την άμεση απορρόφησή του και τη διαθεσιμότητά τους προς τα φυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, μειώνεται η ανάγκη για επαναληπτικές εφαρμογές, εξοικονομώντας χρόνο και χρήματα για τον παραγωγό.
Το YaraVita BUD BOOST είναι ένα υγρό σκεύασμα που συνδυάζει κύρια θρεπτικά στοιχεία και ιχνοστοιχεία σε υψηλές συγκεντρώσεις για διαφυλλικές εφαρμογές, για να βελτιώνει την άνθηση και την καρπόδεση. Μετασυλλεκτική εφαρμογή του ενισχύει τα επίπεδα ψευδαργύρου, μαγνησίου και βορίου για την επόμενη καλλιεργητική χρονιά.
Βασική λίπανση της ελιάς
Τέλος, η Yara διαθέτει ένα πλήρες χαρτοφυλάκιο προϊόντων και για τη βασική λίπανση της ελιάς.
Η σειρά YaraMila: διαθέτει μια γκάμα από τύπους σύνθετων λιπασμάτων, με την τεχνολογία της πέρλας (prill) και με την τεχνολογία P-Extend® (με 3 διαφορετικές μορφές φωσφόρου), που μπορούν να εφαρμοστούν στην καλλιέργεια της ελιάς, ελαιοποιήσιμης και επιτραπέζιας. Ανάλογα με τον τύπο του εδάφους, μπορούμε να επιλέξουμε για τη βασική λίπανση της ελιάς ένα από τα παρακάτω προϊόντα:
■ YaraMila PANTHER: Ένα λίπασμα σχεδιασμένο για την καλλιέργεια της ελιάς, βασισμένο στις απαιτήσεις της καλλιέργειας, προσθέτοντας τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία και ιχνοστοιχεία, που χρειάζεται το δένδρο.
■ YaraMila COMPLEX: Ένα λίπασμα με υψηλή περιεκτικότητα καλίου, που συνίσταται όταν οι ανάγκες της καλλιέργειας σε κάλιο είναι υψηλές. Βρίσκει ευρεία εφαρμογή στην καλλιέργεια της βρώσιμης ελιάς. www.yara.gr
*Business Development Manager Foliar and Fertigation, Yara Ελλάς