του Γιάννη Πανάγου
Δεν λύνει ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα κατοχύρωσης της υπεραξίας που είναι σε θέση να διεκδικήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της εγχώριας παραγωγής του προϊόντος. Αντίθετα, η αίσθηση που υπάρχει για ένα ευρύ φάσμα δραστηριότητας που αφορά στον συγκεκριμένο κλάδο, είναι ότι, η ραγδαία άνοδος των τιμών παραγωγού, μάλλον δυσκολεύει ποικιλοτρόπως το έργο μιας νέας γενιάς επιχειρήσεων, οι οποίες εστιάζουν στη βελτίωση της ποιότητας και στη θωράκιση της ταυτότητας του ελληνικού ελαιολάδου.
Οι πληροφορίες θέλουν τον βασικό όγκο της εγχώριας παραγωγής αυτό τον καιρό να διατίθεται κατά κύριο λόγο στο ελεύθερο εμπόριο, όπου τον πρώτο λόγο κατέχουν αντιπρόσωποι μεγάλων οίκων του εξωτερικού, οι οποίοι, ως γνωστόν, συνεχίζουν να χτίζουν όνομα με ελληνικό προϊόν, η προέλευση του οποίου ωστόσο δεν αποτυπώνεται στις συσκευασίες που φθάνουν (διεθνώς) στο ράφι. Είναι επομένως σαφές ότι, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Πολιτεία, σε συνεργασία με τους φορείς άσκησης πολιτικής, καλούνται να αναζητήσουν τρόπους διευκόλυνσης, στο μέτρο του δυνατού, εκείνων των επιχειρηματικών σχημάτων και φορέων που προάγουν την ταυτότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Εκείνων που έχουν στο επίκεντρο της δραστηριότητάς τους το εγχώριο ποιοτικό προϊόν και την ενίσχυση της υπεραξίας του.
Δεν νοείται, για παράδειγμα, κοινοπραξία συνεταιρισμών της Λακωνίας, με πολυετή παρουσία στη συσκευασία και προώθηση του επώνυμου ελαιόλαδου της ευρύτερης περιοχής και με ενδιαφέρουσα δικτύωση στη διεθνή αγορά, να μην διευκολύνεται σ’ αυτή τη φάση, ώστε να έχει πρόσβαση στις απαιτούμενες χρηματοδοτήσεις και να ασκεί απρόσκοπτα τη δραστηριότητά της. Το θέμα της χρηματοδότησης, όπως και της γενικότερης αναζήτησης τρόπων υποστήριξης του branding στο ελαιόλαδο, αποτελεί καίριο ζήτημα για μια χώρα με περισσότερα από 130 εκατομμύρια ελαιόδενδρα και έναν ετήσιο μέσο όρο παραγωγής που υπερβαίνει τους 250 χιλιάδες τόνους.
Έστω και αργά, η Ελλάδα καλείται αναζητήσει και να στηρίξει με αποφασιστικότητα το μοντέλο παραγωγής που θα επιλέξει στον κλάδο της ελαιοκομίας, παίρνοντας υπόψη της δύο μοντέλα. Το Ισπανικό και το Ιταλικό. Και επειδή το πρώτο, της εντατικής καλλιέργειας, με μονοψήφιο αριθμό ποικιλιών, ένταση τεχνολογίας και χαμηλό κόστος παραγωγής, δεν προσφέρεται για υψηλής ποιότητας προϊόν, η επιλογή του Ιταλικού μοντέλου μάλλον αποτελεί μονόδρομο. Ως γνωστόν η Ιταλία, λόγω του ανάγλυφου του εδάφους, αξιοποιεί ευρέως τον γενετικό της πλούτο, παράγοντας εξειδικευμένο ελαιόλαδο υψηλής υπεραξίας. Είναι κάτι που ταιριάζει και στην Ελλάδα, αρκεί να σχεδιαστεί σωστά και να υποστηριχθεί κατάλληλα. Μέχρι τότε, τα βυτία του χύμα θα πηγαινοέρχονται.