Τα σηµερινά δεδοµένα στην αγορά δεν µαρτυρούν προς το παρόν κάποια αντιστροφή της τάσης, αλλά φαίνεται πως δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν έναν ανοδικό βηµατισµό των τιµών. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως η αγορά εισέρχεται σε µια περίοδο συσσώρευσης, µε τις καιρικές συνθήκες, ιδίως στην Ισπανία, να αποκτούν τον πρώτο λόγο ως προς το µελλοντικό πρόσηµο που θα έχουν οι τιµές.
Στην Ελλάδα, η αγορά έχει σταθεροποιηθεί πέριξ των 9,50 ευρώ το κιλό στη Λακωνία, µε εξαίρεση τα 10,11 ευρώ που πέτυχε πριν από έναν µήνα περίπου ο Αγροτικός Συνεταιρισµός Παλαιοπαναγιάς, ενώ από τα 8,70 ευρώ µέχρι τα 9,30 ευρώ κυµαίνονται οι τιµές για τις τρεις γραµµές στα παραγωγικά κέντρα της Μεσσηνίας και της Κρήτης.
Το προηγούµενο δίµηνο η αγορά µάλλον υπερθερµάνθηκε, αφού σε σύντοµο διάστηµα κάλυψε την απόσταση από τα προηγούµενα υψηλά της περασµένης εµπορικής περιόδου και διαµόρφωσε νέα. Ως εκ τούτου, κόβει ρυθµό προκειµένου να αποτιµήσει για ακόµα µια φορά τον τρόπο µε τον οποίο η κατανάλωση θα αντιδράσει στα νέα επίπεδα τιµών.
Αν κάτι συγκρατεί τις τιµές στα νέα ιστορικά υψηλά, είναι οι περιορισµένες διαθεσιµότητες.
Στη συνθήκη της προσφοράς αποδίδουν άνθρωποι από την ελληνική αγορά τις αντοχές των τιµών στα σηµερινά επίπεδα, δίνοντας λιγοστές πιθανότητες σε µια υποχώρηση τις επόµενες εβδοµάδες.
Πάντως, η ζήτηση από µεσίτες και εµπόρους που δραστηριοποιούνται στα παραγωγικά κέντρα της Ελλάδας για λογαριασµό ιταλικών και ισπανικών επιχειρήσεων, είναι σηµαντικά περιορισµένη, συγκριτικά µε ό,τι συνέβαινε τέτοιο καιρό τα προηγούµενα χρόνια. Φυσικά αν κάποιος παραγωγός ήθελε να κλείσει σήµερα ποσότητες, στα υψηλά του εύρους τιµών που διαµορφώνονται στην περιοχή του, θα µπορούσε µε ευκολία, αφού διαπιστώνονται αξιόλογες ανάγκες από την εγχώρια βιοµηχανία τυποποίησης.
Σηµειώνεται ότι µέχρι και τις 25 Ιανουαρίου, η ιταλική αγορά ελαιολάδου βρίσκεται στο κατώφλι των 10 ευρώ το κιλό, µε το Μπάρι να συγκρατείται για δεύτερη συνεχόµενη εβδοµάδα στα 9,90 ευρώ το κιλό για τα extrissima ελαιόλαδα, κάτι που σηµαίνει πως για να βγουν µε ανταγωνιστικές τιµές και κέρδος οι έµποροι που δραστηριοποιούνται στα παραγωγικά κέντρα της Ελλάδας, δεν µπορούν να «χτυπήσουν» τα επίπεδα τιµών που πληρώνουν οι εγχώριοι παίκτες για τις καλές ποιότητες, οι οποίοι διατηρούν το πλεονέκτηµα της εγγύτητας.
Με έναν βιαστικό βηµατισµό ανόδου κινήθηκε τις πρώτες εβδοµάδες του 2024 η τιµή ελαιολάδου στη Χαέν της Ισπανίας γράφοντας νέο ιστορικό υψηλό στην περιοχή των 9,20 ευρώ το κιλό. Πρόκειται για κέρδη που κυµαίνονται µεταξύ των 5 και 20 λεπτών σε σχέση µε τις τιµές µε τις οποίες έκλεισε το 2023. Τα υψηλά του εύρους βρίσκονται µερικά σεντς µακριά από τα 10 ευρώ και άπαντες εκτιµούν ότι η τιµή αυτή θα κατοχυρωθεί εντός ενός στενού χρονικού περιθωρίου. Πέρα από αυτό, για την αντοχή της αγοράς στα επίπεδα αυτά, τον πρώτο λόγο θα έχει η ανθοφορία και οι πρώτες ενδείξεις για την παραγωγή του 2024.
Στον ορίζοντα αντιστροφή κλίµατος εκτιµά ο ισπανικός κολοσσός Deoleo
Τη σταθεροποίηση των τιµών ελαιολάδου στα πανευρωπαϊκά κοινά πλέον επίπεδα των 9 µε 9,50 ευρώ το κιλό εκτιµούν και µεγάλες δυνάµεις της παγκόσµιας αγοράς, όπως είναι η ισπανική Deoleo. Σε πρόσφατες δηλώσεις του Ιγκνάσιο Σίλβα, του προέδρου του πολυεθνικού σχήµατος το οποίο βρίσκεται πίσω από τα διεθνή και ευρείας κατανάλωσης brand ελαιολάδου Bertolli, Carapelli και Carbonell, προεξοφλεί µια σταδιακή αποκλιµάκωση των τιµών ελαιολάδου από το δεύτερο µισό του 2024 και µετά.
Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θα είναι οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες φαίνεται πως ευννοούν µια επιστροφή της Ισπανίας σε παραγωγές από 1 εκατ. τόνους και πάνω. Άλλωστε, φαίνεται πως και φέτος η χώρα πέτυχε µια πρακτική ανάκαµψη κοντά στους 800.000 τόνους. Φυσικά, αν η ανθοφορία την προσεχή άνοιξη δώσει αφορµές, τότε η αντιστροφή του κλίµατος στην αγορά θα µπορούσε να επέλθει νωρίτερα, αν και τα εξαντληµένα αποθέµατα εξακολουθούν να κρατούν σε πλεονεκτική θέση τους παραγωγούς ελαιολάδου.