του Γιώργου Λαμπίρη
Η προέλευσή τους εντοπίζεται σε 22 χώρες μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, ενώ συμμετείχαν και παραγωγοί από την Κίνα ή τη Σαουδική Αραβία.
Όπως λέει η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού, Μαρία Κατσούλη, στο agronews.gr “τα περισσότερα ελληνικά βραβεία που κατακτούσε το ελληνικό ελαιόλαδο όταν ξεκίνησε ο διαγωνισμός το 2016, ήταν χάλκινα, ακολουθούσαν σε αριθμό τα ασημένια και ελάχιστα ήταν τα χρυσά. Μάλιστα τις δύο πρώτες χρονιές δεν υπήρχε κανένα διπλό ελληνικό χρυσό στην ύψιστη κατηγορία με βαθμολογία πάνω από 95/100 . Από το 2018 και ύστερα τα ελληνικά ελαιόλαδα άρχισαν να φιγουράρουν στις υψηλές βαθμολογίες με διπλά χρυσά μετάλλια και βαθμολογίες άνω του 95/100, ενώ άρχισαν σταδιακά να μειώνονται τα χάλκινα δίνοντας τη θέση τους στα χρυσά μετάλλια». Φέτος βραβεύτηκε το 62% των ελληνικών ελαιολάδων που συμμετείχαν στον διαγωνισμό έναντι του 54,6% το 2021.
Το 49% των ελαιολάδων ήταν από το εξωτερικό παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί χώρα προορισμού για τα προϊόντα των ξένων παραγωγών, λόγω της επάρκειας που κυρίως έχει η χώρα μας. Ωστόσο σύμφωνα με την κυρία Κατσούλη ο διαγωνισμός εμπνέει κύρος και προσελκύει τους συμμετέχοντες από διαφορετικές χώρες του κόσμου, ενώ καθιέρωσε την ελιά στον παγκόσμιο χάρτη. Αρκετοί θεωρούν τιμή να λαμβάνουν ένα βραβείο στην Ελλάδα. «Όπως ο μαραθωνοδρόμος θέλει να τρέξει στον αυθεντικό μαραθώνιο ή ο ηθοποιός να παίξει στη Επίδαυρο κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το ελαιόλαδο», λέει χαρακτηριστικά.
Άγνωστες καλλιέργειες στο προσκήνιο – Διαιωνίζεται η παραγωγή τους
Αυτό που παρατηρείται σύμφωνα με την κυρία Κατσούλη, είναι ότι έχουν αλλάξει δραστικά οι πρακτικές στην καλλιέργεια και στα ελαιοτριβεία, αφήνοντας χώρο στην ευσυνειδησία σε όλο το φάσμα της αλυσίδας παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύονται άγνωστες ελληνικές ποικιλίες με διπλό χρυσό όπως η νεμουτιάνα από το 2018 και προέλευση από την Ηλεία. Το ίδιο συνέβη με την τσαμπιδοελιά επίσης από την Ηλεία. Άλλες ποικιλίες όπως η λευκολιά Λευκάδος που συμμετέχει τα τελευταία χρόνια, διαγράφουν σταδιακά τη δική τους καριέρα στην αγορά κερδίζοντας μερίδιο του ενδιαφέροντος έναντι παραδοσιακών ποικιλιών όπως η κορωνέικη και η αθηνολιά. Έτσι αρχίζει και εξαπλώνεται η καλλιέργεια τους προκειμένου να διατηρηθούν ζωντανές.
Επιπλέον, οι παραγωγοί που είχαν κερδίσει τα προηγούμενα χρόνια εξακολουθούν να βραβεύονται, κάτι που κατά την ίδια σημαίνει ότι έχουν σταθερά ανοδική πορεία και δεν αποτελούν διάτοντες αστέρες.
Ο ελαιοτουρισμός και οι προοπτικές του
Ένα ακόμα πεδίο με προοπτική ανάπτυξης σε σύνδεση με το ελαιόλαδο είναι ο ελαιοτουρισμός. «Η χώρα μας διαθέτει το πλεονέκτημα αυτό και δεν το έχει αναδείξει. Εκτιμώ ότι είναι κάτι που θα δούμε να ενισχύεται ως τάση τα επόμενα χρόνια», λέει η κυρία Κατσούλη.
Η ίδια βρίσκεται στο χώρο του κρασιού από 1990 και είναι η πρώτη οινοχόος στην Ελλάδα. «Μπήκα στο ελαιόλαδο γιατί αποτελεί καίριο κομμάτι της εστίασης. Το κρασί με οδήγησε εκεί, επειδή είχα μάθει να παντρεύω κρασί με φαγητό και είδα τη δύναμη που έχει το ελαιόλαδο στην ανάδειξη του φαγητού. Πάντως και τα δύο προϊόντα είναι αμιγώς συνδεδεμένα με την κουζίνα, με το ελαιόλαδο να πρωταγωνιστεί καθότι μαγειρεύουμε με αυτό και το κρασί να συνοδεύει».
Το λάδι στο δρόμο του κρασιού και ο ρόλος της υψηλής γαστρονομίας
Η ίδια εκτιμά ότι το ελαιόλαδο ακολουθεί τα βήματα του κρασιού αλλά θέλει πολλά χρόνια ακόμα για να αποκτήσει την αίγλη που έχει το κρασί. «Η αναβάθμιση του ελαιολάδου στην υψηλή εστίαση και γαστρονομία θα γίνει πράξη όταν οι σεφ καταλάβουν ότι ένα και μοναδικό λάδι δεν είναι αρκετό για να αναδείξει όλες τις πρώτες ύλες και τις δημιουργίες τους στην κουζίνα. Το δικό τους ρόλο έχουν και οι επιχειρηματίες της εστίασης, οι οποίοι θα μπορούσαν να αφήσουν στην άκρη αποκλειστικά το food cost και να ξεφύγουν από το ένα και μοναδικό ελαιόλαδο για όλες τις χρήσεις».
Μία ακόμα δυναμική που αναδεικνύεται τελευταία και στην Ελλάδα είναι τα αρωματισμένα ελαιόλαδα που έχουν μεγάλη απήχηση στην αγορά, ενώ και οι ίδιοι οι σεφ μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν σε διάφορες παρασκευές.
Φωτογραφίες: Γεωργία Καραμαλή