Βέβαια, οι επιδόσεις των πιο πρόσφατων ετών δεν επιτρέπουν ανάλογη αισιοδοξία, καθώς από την περίοδο 2017-2018 και έπειτα, η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου παρουσιάζει μικρή πτώση ανά έτος. Την περίοδο 2020-2021 σημειώθηκε πτώση 7.9% εν σχέσει με την σοδειά του προηγούμενου έτους, αν και αναμένεται μία αύξηση κατά περίπου 3% της παγκόσμιας παραγωγής το 2021/2022 σύμφωνα με σχετικές εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Μία από τις αιτίες των συγκρατημένων νούμερων της παγκόσμιας παραγωγής είναι τα έντονα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών που εκδηλώθηκαν στην Μεσόγειο, την καρδιά της ελαιοκομίας. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν την άνοιξη του 2020 στην Πελοπόννησο, τα κύματα καύσωνα και οι έντονες βροχοπτώσεις που χτύπησαν τις τουρκικές ελαιοκαλλιέργειες στην Canakkale το ίδιο έτος, και το περσινό ανοιξιάτικο κύμα ψύχους στην Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, το οποίο έπληξε ελαιόδεντρα σε κρίσιμη φάση της ανάπτυξης τους. Αυτά αποτελούν μόνο μερικά από τα πλήγματα που έχουν επιφέρει τα καιρικά φαινόμενα τα τελευταία έτη, και οδηγούν σε ζημιές στην παραγωγή.
Επιπλέον παράγοντες, όπως η επίδραση μολυσματικών βακτηρίων(Xylella), και διάφορες επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 που σχετίζονται με την υπολειτουργία συνεταιρισμών και ελαιοτριβείων, επίσης έχουν συντελέσει στην συρρίκνωση της σοδειάς των τελευταίων ετών.
Σε επίπεδο στατιστικών, οι τέσσερις στυλοβάτες της μεσογειακής ελαιοκομίας(Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία) εκπροσωπούν σχεδόν το 99% της ευρωπαϊκής παραγωγής, η οποία με την σειρά της αντιστοιχεί στο 69% της παγκόσμιας. Ωστόσο, έκθεση της Κομισιόν προβλέπει πτώση της ευρωπαϊκής παραγωγής για το έτος 2021-2022 κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών.
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές ελαιολάδου, βάσει επίσημων εκτιμήσεων ενδέχεται να ξεπεράσουν το ένα εκατομμύριο τόνους το 2030, την στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος της τελευταίας πενταετίας είναι 717.000 τόνοι.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου και ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας. Σύμφωνα με στατιστικά του ΣΕΒΙΤΕΛ του περασμένου έτους, οι ελληνικές εξαγωγές διανύουν μία σταθερή περίοδο άνθησης, παρουσιάζοντας άνοδο 355% στις συνολικές εξαγωγές ελαιολάδου από το έτος 2002. Το ίδιο διάστημα, η άνοδος εξαγωγών των τυποποιημένων ελαιολάδων έφτασε το 319%. Γεγονός είναι πάντως ότι μεγάλες ποσότητες εξαγόμενου ελαιολάδου είναι χύμα, κάτι που οδηγεί σε τυποποίηση στις χώρες εξαγωγής, και επανεξαγωγής του από αυτές με ξένο εμπορικό σήμα. Αυτό δεν συμβάλλει καθόλου στην αναγνώριση της υψηλής ποιότητας των ελληνικών ελαιολάδων.
Όσον αφορά τις εισαγωγές ελαιολάδου στην ΕΕ από χώρες εκτός του ευρωπαϊκού μπλοκ, βασικός προμηθευτής είναι η Τυνησία, η οποία μάλιστα εξάγει δεκάδες χιλιάδες τόνους στην ΕΕ δίχως φορολογική επιβάρυνση, λόγω της συμφωνίας DCFTA. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 90% των ευρωπαϊκών εισαγωγών ελαιολάδου από χώρες εκτός ΕΕ προέρχεται από 4 χώρες, την Τυνησία, το Μαρόκο, την Τουρκία και την Αργεντινή. Την περίοδο 2019-2020, οι εισαγωγές ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση από χώρες εκτός ΕΕ μειώθηκαν κατά 33.6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος(167.616 τόνοι έναντι 252.486 το 2018/2019).
Η κλιματική αλλαγή και επακόλουθά της, όπως είναι η άνοδος των μέγιστων θερμοκρασιών, ο μεγαλύτερος κίνδυνος πυρκαγιών και τα βίαια καιρικά φαινόμενα, απειλούν την μεσογειακή ελαιοκομία και τις εκτιμήσεις για την άνοδο της σχετικής αγοράς. Η απομάκρυνση από τις συμβατικές καλλιέργειες και η στροφή σε ελαιώνες βιολογικού τύπου που προωθείται από την ΕΕ είναι ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.
