Η νέα έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC) επιβεβαιώνει αυτήν την σχέση σε αρκετές περιπτώσεις ελαιοπαραγωγικών δυνάμεων, οι κάτοικοι των οποίων προσθέτουν την επιτραπέζια ελιά συχνά στα γεύματά τους.
Ένα παράδειγμα χώρας – παραγωγού με ανεβασμένους τους δείκτες κατανάλωσης είναι η Αίγυπτος, όπου από τους 57.000 τόννους το 2000, έφτασε τους 450.000 περίπου το 2020. Αυτό φυσικά δεν είναι άσχετο από την αλματώδη αύξηση της παραγωγής στην βορειοαφρικανική χώρα κατά το ίδιο διάστημα, καθώς οι μόλις 70.000 τόννοι παραγωγής το 2000 έγιναν 500.000 κατά την περίοδο 2020-21.
Παρόμοια και η άνοδος στην Τουρκία, όπου οι 125.000 τόννοι κατανάλωσης το 2000, έγιναν 325.000 μια εικοσαετία αργότερα. Πρόκειται για άλλο ένα παράδειγμα χώρας που παραγωγή – κατανάλωση πάνε χέρι-χέρι όσον αφορά την άνοδο των δεικτών: Η Τουρκία παρήγαγε 224.000 τόννους το 2000 και 360.000 το 2020.
Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγεται επίσης η Αλγερία και σε μικρότερο βαθμό το Μαρόκο: Στην πρώτη περίπτωση, η κατανάλωση ανήλθε σε 285.000 τόννους το 2020, ενώ 20 χρόνια πριν ήταν μόλις 33.000 τόννους. Η παραγωγή, κατά το ίδιο διάστημα πήγε από 33,5 τόννους σε 277,5 τόννους. Στην δεύτερη περίπτωση, του Μαρόκου, η κατανάλωση είχε μεν πολύ μικρότερη αύξηση αναλογικά -από 20.000 σε 36.000 τόννους- κατά την διάρκεια αυτής της εικοσαετίας, αυτό όμως δεν αναιρεί την αναλογία με την παραγωγική πορεία της χώρας, καθώς οι 80.000 τόννοι το 2000 έγιναν 130.000 τόννοι το 2020.
Σε μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, η ενίσχυση της παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την αύξηση της κατανάλωσης, σύμφωνα με τις καταγραφές του IOC. Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι η ζήτηση καλύπτεται πιο εύκολα, και ότι η ανάπτυξη της παραγωγής δεν αποτυπώνεται στην εγχώρια αγορά αλλά κυρίως στις εξαγωγές.