Για την διεξαγωγή των εν λόγω μελετών, χρησιμοποιούνται άγριες ποικιλίες από την Παγκόσμια Τράπεζα Βλαστικού Πλάσματος Ελιάς, η οποία βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Rabanales. Το υλικό αυτό αποτελείται από μικρές ρίζες με ανάπτυξη μικρότερη του ενός μήνα, και αξιοποιείται για την πραγματοποίηση γενετικών βελτιώσεων· οι ερευνητές δηλαδή ενώνουν επιλεκτικά αυτές τις ρίζες, και κατόπιν δοκιμών αξιολογούν τα χαρακτηριστικά των νέων ποικιλιών.
Ένα κομμάτι των ερευνών θα γίνει στην Σουηδία, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης πραγματοποιείται στο Πανεπιστήμιο της Κόρδοβα, του οποίου στελέχη έχουν βασικούς ρόλους στην εξέλιξη του εγχειρήματος: Επικεφαλής της έρευνας είναι ο Carlos Trapero, διδάκτωρ Γεωργικής Μηχανικής και μεταδιδακτορικός υπότροφος, ενώ ο Diego Barranco, καθηγητής Φυτικής Παραγωγής, επιβλέπει και συντονίζει την ροή εργασιών.
Η μεθοδολογία για την δημιουργία και την επιλογή ανθεκτικών υποκειμένων ελιάς, βασίζεται στην εξειδικευμένη επεξεργασία των δειγμάτων και την δοκιμή των αντοχών τους σε περιβαλλοντικές συνθήκες εργαστηρίου· οι τελευταίες, είναι σχεδιασμένες κατά τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε να διαπιστωθεί ποια από τα νεαρά φυτά αναπτύσσονται ικανοποιητικά. Από τα αποτελέσματα αυτής φάσης θα προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα για την εφαρμογή των ποικιλιών σε μεγαλύτερες φυτείες μέσω κλωνοποίησης.
Σημειώνεται ότι η μελέτη αυτή θα συμβάλλει επίσης στην ενισχυμένη παραγωγικότητα των ελαιώνων, όπως αναφέρει η έγκυρη Olimerca· παρόμοιες έρευνες, που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξελίσσονται με γνώμονα την ανάπτυξη ποικιλιών ανθεκτικών απέναντι σε βακτήρια όπως η Xylella, αλλά και για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, κάτι που αποτελεί και παράλληλο στόχο της μελέτης FROOTS.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν την απόδειξη πως η διασταύρωση διαφορετικών ειδών ελιάς και οι γενετικές βελτιώσεις αποτελούν υπολογίσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση σύγχρονων προβλημάτων της ελαιοκομίας. Θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, οφείλονται εν μέρει σε παρεπόμενα της τεχνολογικής ανάπτυξης, η οποία ωστόσο ενδεχομένως να «λύσει» ορισμένα από τα προβλήματα που «δημιούργησε».
Τέλος, η αξιοποίηση γονοτύπων άγριας ελιάς για το πέρας των μελετών δεν προκαλεί εντύπωση· διάφορες παραδοσιακές ποικιλίες, και ειδικά ορεινές που ευδοκιμούν από τα πανάρχαια χρόνια σε ξηρότερα εδάφη, έχουν μεγαλύτερη αντοχή σε φαινόμενα όπως η ανομβρία· οι βαθιές ρίζες που έχουν, αξιοποιούν καλύτερα το νερό του υπεδάφους. Στον αντίποδα, μερικά σύγχρονα είδη πυκνής φύτευσης, όπως αυτά που φυτεύονται στην Ιβηρική κατά κόρον, έχουν συνεχή ανάγκη από άρδευση και είναι ευάλωτα σε περιόδους λειψανδρίας.