Οι Anierac και Asoliva, ενώσεις-στυλοβάτες της ισπανικής ελαιοβιομηχανίας που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 65% του συνολικού όγκου του ελαιολάδου που πωλείται στην εγχώρια αγορά της Ισπανίας και στο εξωτερικό, έχουν μερικές ενστάσεις σχετικά με την προώθηση ενός νέου σήματος ποιότητας από το Fundación Patrimonio Comunal Olivarero.
Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι το εν λόγω πιστοποιητικό ποιότητας ίσως δημιουργήσει ανισορροπίες στην αγορά υπό την υπάρχουσα μορφή του, καθώς ο προαιρετικός του χαρακτήρας δεν δημιουργεί ίσους όρους ανταγωνισμού για όλα τα εμπορικά σήματα του τομέα. Υποστηρίζουν ότι η κίνηση αυτή δεν ευνοεί την διαφάνεια και την ποιότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας, την ασφάλεια δικαίου των εταιρειών, και κατ’ επέκτασιν την φήμη του τομέα ελαιολάδου στην Ισπανία, πράγματα τα οποία θα διασφαλίζονταν αν ο νέος τύπος πιστοποίησης γίνονταν υποχρεωτικός για όλους τους παραγωγικούς φορείς του τομέα.
Ο κλάδος δηλαδή υπερασπίζεται την ανάγκη τροποποίησης των υφιστάμενων κανονισμών, προκειμένου να διαμορφωθούν πιο αυστηρά πλαίσια για την πιστοποίηση ποιότητας: Ενδεικτικό είναι ότι έχει προωθηθεί από την Interprofesional del Aceite de Oliva προς το Υπουργείο Γεωργίας της Ισπανίας ένα πολύ πιο απαιτητικό σύστημα ελέγχου από το υπάρχον, με την σύμφωνη γνώμη εταιρειών εμφιάλωσης και εξαγωγής.
Τα δεδομένα αυτά δεν διαμορφώνουν ένα κλίμα απόρριψης του σχεδίου του Fundacion Patrimonio Comunal Olivarero, καθώς οι Anierac και Asoliva εξακολουθούν να συμμετέχουν στην προώθηση του νέου σήματος ποιότητας, υπογραμμίζουν ωστόσο ότι η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να έχει πιο «σφιχτό» χαρακτήρα και να είναι εποπτεύσιμη από την δημόσια διοίκηση.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και σε σχετικό ρεπορτάζ του Teatro Naturale, οι δυο ενώσεις δεν συμφωνούν με το γεγονός ότι ένα τέτοιο εγχείρημα υλοποιείται από μία ιδιωτική οργάνωση, η οποία ασκεί πιέσεις σε όσες πλευρές δεν συμφωνούν με τις προτάσεις της, εγείροντας ερωτήματα για την αξιοπιστία της.
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν εν μέσω μιας προβληματικής κατάστασης στην Ισπανία αναφορικά με την εγχώρια κατανάλωση αλλά και τις εξαγωγές ελαιολάδου, καθώς τα τελευταία στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας της χώρας δείχνουν πτωτικές τάσεις και στους δύο τομείς.
