To έξτρα παρθένο παρθένο ελαιόλαδο και το παρθένο ελαιόλαδο αποτελούν πολύτιμα αγαθά λόγω της εγνωσμένης διατροφικής και αισθητικής τους αξίας. Η οικονομική τους σημασία, τα κάνει στόχο αθέμιτων πρακτικών, με απόδειξη τις αναφορές του Δικτύου της ΕΕ για την Απάτη στα Τρόφιμα το 2020, βάσει των οποίων το ελαιόλαδο αποτελεί το πιο κοινοποιημένο προϊόν στην αγορά, με υψηλά ποσοστά περιστατικών μη-συμμόρφωσης με τον νόμο. Το 40% των εν λόγω υποθέσεων αφορούν παραπλανητικές ετικέτες, οι οποίες καθιστούν αβέβαιη την προέλευση των παρτίδων και εγείρουν ζητήματα δημόσιας υγείας.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οργανώθηκε μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του προγράμματος OLEUM, προκειμένου να προστατευτούν καλύτερα οι καταναλωτές από τα ακατάλληλα προϊόντα, αλλά και να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Τα μέλη της ερευνητικής ομάδας που θεσπίστηκε προέρχονται από τα πανεπιστήμια της Βαρκελώνης, της Περούτζια και της Μαρ ντελ Πλάτα, και εργάστηκαν για την ανάπτυξη ενός μοντέλου επαλήθευσης της προέλευσης των παρτίδων ελαιολάδου.
Η μέθοδος που προκρίνεται από τους ερευνητές βασίζεται στον εντοπισμό μιας ειδικής κατηγορίας υδρογονανθράκων, των σεσκιτερπενικών, σε δείγματα ελαιολάδων, εφαρμόζοντας τεχνικές ανάλυσης με εργαλεία χημειομετρίας. Οι εν λόγω υδρογονάνθρακες βρίσκονται σε φυτά και μύκητες, και το αποτύπωμά που αφήνουν στο ελαιόλαδο εμφωλεύει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών για την προέλευση και την ποικιλία των ελαιοδέντρων από τα οποία προήλθε το προϊόν.
Όλα τα ελαιόλαδα που συμμετείχαν στην μελέτη αυτή είχαν προηγουμένως αξιολογηθεί ως παρθένα ή ως εξαιρετικά παρθένα από ειδική επιτροπή δοκιμών. Αναλύθηκαν οι σεσκιτερπενικοί υδρογονάνθρακες περίπου 400 διαφορετικών ελαιολάδων. 250 από αυτά τα δείγματα επιλέχθηκαν από έξι ελαιοπαραγωγικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ιταλία, Κροατία, Σλοβενία) ενώ άλλα 154 δείγματα προέρχονταν από Τυνησία, Τουρκία, Μαρόκο και Αργεντινή.
Η ανάλυση των σχετικών υδρογονανθράκων από την ερευνητική ομάδα, οδήγησε σε σωστή αναγνώριση σε ποσοστά 92,2% των ελαιολάδων από την ΕΕ, και 96% των ελαιολάδων εκτός ΕΕ. Τα πιο ακριβή αποτελέσματα αναγνώρισης προέκυψαν από τα δείγματα Ιταλίας, Ισπανίας και Ελλάδας, με το ποσοστό αναγνώρισης να πλησιάζει το απόλυτο (99,6%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά αναγνώρισης ποικιλιών από άλλες χώρες αποδόθηκαν κυρίως στα μειωμένα δείγματα που συλλέχθηκαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ακρίβεια αυτή επετεύχθη εν μέσω ενός πραγματικά μεγάλου όγκου δεδομένων, καθώς συγκεντρώθηκαν δείγματα προερχόμενα από διαφορετικές παραγωγικές περιοχές, διαφορετικές ποικιλίες ελιάς, διαφορετικά έτη συγκομιδής και διαφορετικές παρτίδες. Όλες αυτές οι συνισταμένες διαμόρφωναν έναν υψηλό βαθμό μεταβλητότητας των δειγμάτων υδρογονανθράκων, κάτι το οποίο επιθυμούσε η επιστημονική ομάδα των μελετών προκειμένου να προσεγγιστεί η αναγνώριση των ελαιολάδων με έναν ρεαλιστικό κατά το δυνατόν τρόπο.
Μέχρι σήμερα, η εγκυρότητα των ελαιολάδων εξετάζεται μέσα από αρχεία φορέων που καταγράφουν την προέλευσή τους κατά μήκος της αγοράς. Η ισχύουσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ως υποχρεωτική την γεωγραφική προέλευση των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια επίσημη μέθοδος ανάλυσης που να διαπιστώνει πρακτικά την γνησιότητά τους. Αυτό μερικές φορές έχει δώσει τον απαιτούμενο χώρο να στηθούν απάτες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα πρόσφατα περιστατικά νοθευμένου ελαιολάδου σε Ισπανία και Βραζιλία.
Συντελεστές της έρευνας αναφέρουν ότι το μοντέλο που αναπτύχθηκε μπορεί να ωφελήσει στην επιβεβαίωση της προέλευσης παρθένων και έξτρα παρθένων ελαιολάδων που παράγονται σε μικρότερες περιοχές, αλλά και στην αυθεντικοποίηση των υψηλής ποιότητας εξαιρετικά παρθένων ελαιολάδων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτών που έχουν πιστοποιηθεί με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης ή Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν σημαντικό βήμα για την θέσπιση επίσημων μηχανισμών ελέγχου που θα διασφαλίζουν καλύτερα την εγκυρότητα των ελαιοκομικών προϊόντων. Επακόλουθο θα είναι η αύξηση της εμπιστοσύνης εντός της αλυσίδας αξίας του κλάδου, και συνεπώς η τόνωση της διεθνούς αγοράς.