Υπενθυμίζεται ότι μετά από τρομοκρατικό χτύπημα που συντάραξε την Τυνησία το 2015, η αφρικανική χώρα υποστηρίχτηκε οικονομικά από το ευρωπαϊκό μπλοκ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατάργηση των φόρων εισαγωγής τυνησιακού ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της συμφωνίας DCFTA(Deep and Comprehensive Free Trade Area) μεταξύ Τυνησίας και ΕΕ.
Βάσει αυτής της συνθήκης, 56700 τόνοι τυνησιακού ελαιολάδου εισάγονται από τις ευρωπαϊκές χώρες δίχως φορολογική επιβάρυνση για τους Τυνήσιους παραγωγούς.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια έχουν επενδυθεί σημαντικά ποσά από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Συγκρότησης και Ανάπτυξης(EBRD) για την ενίσχυση του ελαιοκομικού κλάδου της αφρικανικής χώρας. Τα κονδύλια αυτά έχουν χρησιμεύσει στον εκσυγχρονισμό των γεωργικών μηχανημάτων, την βελτίωση των συστημάτων άρδευσης και την γενικότερη τεχνική αναβάθμιση της τυνησιακής ελαιοκομίας.
Εδώ και αρκετό καιρό, εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού κλάδου, και κυρίως οι Ιταλοί έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με τα μέτρα αυτά. Αν και αναγνωρίζουν το υπόβαθρο των σχέσεων που υπάρχει μεταξύ ΕΕ και Τυνησίας, ο εκδημοκρατισμός της οποίας την φέρνει πιο κοντά στον ευρωπαϊκό κόσμο, εντούτοις τα συγκεκριμένα βοηθητικά μέτρα ενδεχομένως να πλήττουν την ευρωπαϊκή αγορά ελαιολάδου η οποία ήδη αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες. Θα πρέπει συνεπώς κατ’ αυτήν την άποψη να αναθεωρηθούν.
Η Τυνησία αποτελεί μια ανερχόμενη δύναμη στην ελαιοκομία, καθώς της αναλογεί πλέον το 6% της παγκόσμιας παραγωγής. Υπάρχουν εκτιμήσεις για περαιτέρω αύξηση της τα επόμενα χρόνια, ενώ οι βραβεύσεις τυνησιακών ελαιολάδων σε διεθνείς διαγωνισμούς δείχνουν ότι η ποιοτική αναβάθμιση συνοδεύει την ποσοτική.
Το νέο κονδύλι της ΕBRD ύψους 55 εκατομμυρίων ευρώ, έρχεται στον απόηχο των αντιδράσεων που υπενθυμίζουν ότι η οικονομική αρωγή αυτή δεν θα πρέπει να συμβαίνει σε βάρος της εγχώριας αγοράς των μελών της ΕΕ. Εντωμεταξύ, οι Τυνήσιοι το 2020 έκαναν αίτημα για αύξηση των αφορολόγητων εξαγωγών στις 100000 τόνους, ενώ οι εθνικές τους εξαγωγές ελαιολάδου ενισχύθηκαν περαιτέρω μετά από ανάλογη συμφωνία τους περασμένου έτους με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η μεσογειακή αγορά ελαιολάδου αντιμετωπίζει ήδη μια σειρά προκλήσεων, όπως είναι η εξάπλωση βακτηρίων στις ελαιοκαλλιέργειες, και διάφορα περιβαλλοντικά ζητήματα. Η εξωτερική εμπορική πολιτική της ΕΕ πρέπει να σταθμίζει προσεκτικά τις παραμέτρους σε μια περίπτωση όπως της Τυνησίας, προκειμένου η υποστηρικτική διάθεση που επιτάσσει το διεθνές προφίλ της, να μην παραβλέπει τα συμφέροντα των μελών της, σε έναν τόσο ζωτικό κλάδο όσο της ελαιοπαραγωγής.
