του Λευτέρη Καπερνάρου
Διατηρήθηκε η αρνητική τάση στις εισαγωγές ελαιολάδου και επιτραπέζιας ελιάς τον Δεκέμβριο, δίνοντας συνέχεια στα αρνητικά νούμερα που ήδη είχαν καταγραφεί κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο σε προηγούμενη έκθεση του IOC. Η νέα ενημέρωση του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας δείχνει υποχώρηση των εισαγωγών σε όλες τις διεθνείς αγορές κατά το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου, πλην αυτών της Άπω Ανατολής.
Αναλυτικότερα, οι συνολικές εισαγωγές 180.146 τόννων ελαιολάδου στις οκτώ μεγαλύτερες αγορές του κόσμου εκφράζουν μείωση 20.9% εν σχέσει με πέρυσι, κάτι που αναδεικνύει την γενικότερη κάμψη στον τομέα· όσον αφορά τις δύο σημαντικότερες αγορές εκτός ΕΕ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έχουν την μερίδα του λέοντος στις παγκόσμιες εισαγωγές (35%), εισήγαγαν το εν λόγω τρίμηνο 80.061 τόννους ελαιολάδου, την στιγμή που την ίδια περίοδο πέρυσι ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 93.683 τόννοι (-14.5%). Στην Βραζιλία, η μείωση ήταν ακόμα μεγαλύτερη (-27.2%), καθώς από τους 33.588 τόννους εισαγωγής το συγκεκριμένο τρίμηνο του 2020-2021, η φετινή ποσότητα ήταν μόλις 24.443 τόννοι.
Η γενική τάση επιβεβαιώνεται (και) στις περιπτώσεις του Καναδά, της Αυστραλίας και της Ρωσίας, στις οποίες αναλογούν το 5%, το 3% και το 2% αντίστοιχα των διεθνών εισαγωγών ελαιολάδου· στον Καναδά παρατηρήθηκε η σοβαρότερη μείωση, της τάξης του 40.4%, καθώς εισήγαγε μόλις 9.891 τόννους ελαιολάδου το τρίμηνο που αναφέρθηκε, ενώ η αντίστοιχη ποσότητα πέρυσι ήταν 16.582 τόννοι. Στην Αυστραλία, από την στιγμή που οι 9.099 τόννοι της περιόδου ‘20-’21 έγιναν 8.328 υπήρξε μικρότερη μείωση (-8.3%), ενώ οι εισαγωγές στην Ρωσία ελαττώθηκαν κατά 23.3% (7.192 τόννοι από 9.374 αντίστοιχα).
Εξαίρεση αποτελούν οι ασιατικές αγορές, της Ιαπωνίας και της Κίνας, οι οποίες έχουν το 4ο και το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο εισαγωγών ελαιολάδου διεθνώς (6% και 4%) · στις δύο αυτές αγορές οι εισαγωγές ελαιολάδου αυξήθηκαν από πέρυσι, στην μεν Ιαπωνία ελάχιστα (+0.6%), στην δε Κίνα περισσότερο (+7.8%). Αξίζει να σημειωθεί ότι η άνθηση των ασιατικών αγορών συγκαταλέγεται στα θετικά στοιχεία για την ανάπτυξη του κλάδου, καθώς θεωρείται ένας από τους λόγους της προσδοκώμενης αύξησης των ευρωπαϊκών εξαγωγών ελαιολάδου την επόμενη δεκαετία.
Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, από τους 180.146 τόννους ελαιολάδων που κατανεμήθηκαν διεθνώς κατά το διάστημα Οκτωβρίου – Νοεμβρίου, μόλις το 2.3% ήταν ελληνικά· υπενθυμίζεται ότι η χώρα μας διατηρεί την τρίτη θέση σε επίπεδα παραγωγής, αν και αυτή η δυναμική δεν διατηρείται σε όρους εξαγωγών, όπου χώρες όπως η Πορτογαλία, η Τυνησία, η Τουρκία αλλά και η Αργεντινή ανταγωνίζονται τα ελληνικά μερίδια ελαιολάδου σε διάφορες αγορές του κόσμου.
Πέρα από τα ελληνικά μερίδια, το 37.8% των συνολικών εισαγωγών το δεδομένο διάστημα αφορά ελαιόλαδα που προέρχονται από την Ισπανία, την μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγική δύναμη τόσο σε όρους παραγωγής, όσο και εμπορίου. Ακολουθεί η Ιταλία, στην οποία αναλογεί το 21.7%, η Τυνησία με 14.9%, η Πορτογαλία με 10.2%, η Αργεντινή με 5.2%, η Τουρκία με 2.8% και η Χιλή με 2.7%.
Επιπτώσεις ενδέχεται να υπάρξουν στις εμπορικές συναλλαγές με την Ρωσία, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία και τον οικονομικό της αποκλεισμό από χώρες της Δύσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο τομέας ελαιολάδου αναπόφευκτα θα επηρεαστεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε μια αγορά που εισήγαγε 9.382 τόννους το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου, εκ των οποίων οι 604 τόννοι ήταν από την Ελλάδα. Τα ισπανικά ελαιόλαδα είχαν ως τον Δεκέμβριο βραχεία κεφαλή έναντι των ιταλικών στην ρωσική αγορά (4.413 τόννοι εισαγωγής έναντι 4.164), με τα ελληνικά να ακολουθούν, ενώ από μη-ευρωπαϊκές χώρες η Τυνησία έχει το σημαντικότερο μερίδιο ως τώρα.