Όπως ενημέρωσε πρόσφατα το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μέσω του Περιφερειακού Κέντρου Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Ηρακλείου, οι απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές που προκαλούνται αυτήν την περίοδο, κρύβουν κινδύνους για την υγεία της ελιάς: Συγκεκριμένα, σε συνδυασμό με παγετούς, δυνατούς ανέμους και βροχές προκαλούν πληγές στον φλοιό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε προσβολές από καρκίνωση, πάθηση που προκύπτει όταν το βακτήριο Pseudomonas Savastanoi εκμεταλλεύεται τις εισόδους που έχουν δημιουργηθεί από τα σκασίματα στην επιφάνεια των ελαιόδεντρων.
Βέβαια, οι χαμηλές θερμοκρασίες και γενικά ο παρατεταμένος χειμώνας, είναι ευνοϊκός για την καταπολέμηση του δάκου, του οποίου ο βιολογικός κύκλος διαταράσσεται υπό τέτοιες συνθήκες. Σε συνδυασμό με την σωστή εφαρμογή της δακοκτονίας, σύμφωνα με τα φύλλα οδηγιών που επικαιροποιούν τα Περιφερειακά Κέντρα Φυτοπροστασίας, ο καιρός βοηθάει στην αντιμετώπιση του εντόμου που έπληξε αρκετά την παραγωγή της Κρήτης το 2021.
Οι καιρικές συνθήκες εξακολουθούν να είναι χειμωνιάτικες παρά το ότι μπήκαμε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου, με κύρια χαρακτηριστικά τις ικανοποιητικές βροχοπτώσεις, τις χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ κατά την διάρκεια του χειμώνα δεν έλειψαν και οι χιονοπτώσεις σε χαμηλό υψόμετρο. Οι τελευταίες, εκδηλώθηκαν κυρίως στις αρχές του χειμώνα, πλήττοντας το τελικό στάδιο της συγκομιδής, με παραγωγούς της Κρήτης, της Πελοποννήσου και νησιών του Ανατολικού Αιγαίου να αναμένουν τις σχετικές αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ. Πέρα πάντως από τα πρόσκαιρα έντονα φαινόμενα, το παρατεταμένο ψύχος δεν είναι δριμύ και κατά γενική ομολογία θα αποδειχθεί ευεργετικό για την ανθοφορία, την διαφοροποίηση των οφθαλμών και το ύψος της καρποφορίας σε ποικιλίες όπως η Κορωνέικη.
Τα παραπάνω προετοιμάζουν το έδαφος για μια καλή παραγωγική σεζόν, μετά τα πεσμένα νούμερα της προηγούμενης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα εκδηλωθούν ακραίοι καύσωνες κατά τους θερινούς μήνες. Υπενθυμίζεται πως για την περίοδο 2021-22, οι αρχικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο αρχικά για 275.000 τόννους, εν τέλει όμως οι αναφορές της Κομισιόν την τοποθέτησαν σε 215.000 τόννους.
O καιρός του περασμένου έτους δεν ήταν σύμμαχος της παραγωγή που «κλείνει», διαμορφώνεται όμως ευνοϊκά για το επόμενο «ταμείο».