Αναμένεται σύντομα το «κλείσιμο» της φετινής περιόδου σχετικά με τις καταμετρήσεις για την παραγωγή ελαιολάδου, η οποία πήγε πολύ καλά στην ιβηρική χερσόνησο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η παραγωγή στην Πορτογαλία έφτασε τις 178.000 τόννους, ήτοι +78% από την περίοδο 2020 – 2021. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η παραγωγή ναι μεν έπεσε σε εθνικό επίπεδο (-6%), ωστόσο σε επιμέρους ελαιοκομικές περιοχές, όπως της Εξτρεμαδούρα, πήγε πολύ καλά.
Η αυξημένη παραγωγή αυτόματα εγείρει περιβαλλοντικά ζητήματα, διότι συνοδεύεται και από μεγαλύτερη παραγωγή υποπροϊόντων του ελαιολάδου. Η επεξεργασία των τελευταίων κρίνεται αρκετά συχνά ως δαπανηρή, και όταν παραμελείται αποτέλεσμα είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος, διότι αρκετά από αυτά τα υποπροϊόντα συνιστούν ρύπους.
Στο πλαίσιο της καλύτερης διαχείρισης τους, το Κέντρο Τεχνολογίας Αγροδιατροφικών Προϊόντων της Εξτρεμαδούρα (CTAEX) είχε διοργανώσει μία πρώτη συνάντηση το 2019, σχετικά με την ανάλυση της κατάστασης και την αναζήτηση λύσεων. Ως συνέχεια αυτής της προσπάθειας, στις 24 του ερχόμενου Μαρτίου, προγραμματίστηκαν από το CTAEX -από κοινού με την ΑΝΕΟ- συζητήσεις, οι οποίες θα έχουν ως αφετηρία την «έκρηξη» της παραγωγής στην Πορτογαλία και την διαχείριση των αυξημένων υποπροϊόντων που προέκυψαν.
Στην συνέχεια, θα παρουσιαστούν διάφορες προτάσεις αξιοποίησης των στερεών και υγρών αποβλήτων των ελαιοτριβείων, οι οποίες έχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα ως τώρα σε επίπεδο δοκιμών: Το CTAEX έχει πραγματοποιήσει πειράματα για την παραγωγή βιοαερίου από υποπροϊόντα της ελαιοπαραγωγής, όπως και την επιλεκτική ενσωμάτωσή τους σε ζωοτροφές για τον εμπλουτισμό τους· η εταιρεία Solex Iberica προωθεί ένα σύστημα ξήρανσης των ρύπων με χαμηλή εκπομπή καπνού, ενώ η Sacyr μια μέθοδο αξιοποίησης των αποβλήτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Από αυτές τις εξελίξεις ίσως προκύψουν πιο ξεκάθαρα σχέδια αποδέσμευσης ή επαναχρησιμοποίησης των λυμάτων, καθώς και η προώθησή των σχετικών μεθόδων σε ευρύτερη κλίμακα. Πολλές ελαιοπαραγωγικές χώρες αναζητούν λύσεις στο συγκεκριμένο θέμα, για το οποίο δεν έχουν ένα συνεπές πλαίσιο διαχείρισης, είτε λόγω του κόστους επεξεργασίας τέτοιων ουσιών, είτε ελλείψει κρατικής μέριμνας.
Στην Ελλάδα, η παραγωγική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται από την λειτουργία μικρών ή μεσαίων ελαιοτριβείων, αρκετά εκ των οποίων αδυνατούν ή αρνούνται να καταβάλλουν τα απαιτούμενα ποσά για κατάλληλη διαχείριση των λυμάτων· εν μέσω της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, αυτό αναμένεται να ενταθεί, ειδικά από την στιγμή που τα ελαιοτριβεία δεν έχουν συμπεριληφθεί σε προγράμματα οικονομικής υποστήριξης για την ρήτρα στο ρεύμα.
Υποπροϊόντα της παραγωγής ελαιολάδου στην χώρα μας, όπως το πυρηνέλαιο, αξιοποιούνται εν μέρει για την παρασκευή σαπουνιών, ή για την μετατροπή τους σε ελαιόλαδο προς κατανάλωση έπειτα από το λεγόμενο ραφινάρισμα.