Χανιά και Ηράκλειο λοιπόν πληρώνουν τις 3 γραµµές µε 6 ευρώ, σε µια συνθήκη πάντως που θέλει πιο ανταγωνιστικά τα ελληνικά εξτρίσιµα ελαιόλαδα έναντι των αντίστοιχων ισπανικών, χωρίς καν να γίνεται κουβέντα για τα ιταλικά. Κι αυτό γιατί η άνω τιµή του εύρους στην Ισπανία, διαµορφώνεται στα 6,49 ευρώ, η οποία προφανώς αφορά κατηγορία ελαιολάδων αντίστοιχη αν όχι υποδεέστερη των ελληνικών που φεύγουν από τον παραγωγό µε έως 6,30 ευρώ. Υπό αυτή την έννοια και µε δεδοµένο ότι τα αποθέµατα, η κατάσταση του ευρωπαϊκού ελαιώνα και οι προοπτικές για τη νέα σοδειά, σε συνδυασµό µε τις αντιστάσεις της ζήτησης, δεν αφήνουν περιθώρια σηµαντικής αποκλιµάκωσης, οι Έλληνες παραγωγοί βάζουν στόχο για τιµές κοντά στα 7 ευρώ το κιλό.
Το επίπεδο αυτό αφορά τα τελευταία αποθέµατα, σύµφωνα µε πρόσφατο ρεπορτάζ της Agrenda και µε προοπτική διάθεσης µέχρι και τον προσεχή Σεπτέµβριο.
Εν τω µεταξύ, λόγος για µια εφοδιαστική κρίση γίνεται στην Ιταλία, όπου ο ιταλικός κλάδος ελαιολάδου στρέφεται στα θετικά σηµάδια της καρπόδεσης που εµφανίζει ο ελαιώνας της χώρας, ειδικά γύρω από την περιοχή του Μπάρι, ωστόσο όλα δείχνουν ότι οι τιµές θα κρατηθούν κοντά στα σηµερινά επίπεδα.
Εκπρόσωποι της Assitol επιβεβαιώνουν στον ιταλικό Τύπο πως υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβληµα εξασφάλισης ικανών ποσοτήτων ελαιολάδου στην ευρωπαϊκή αγορά, ενώ προεξοφλούν πως η κατάσταση θα µπορούσε να είναι ίδια αν όχι χειρότερη την επόµενη χρονιά στην Ισπανία. Φαίνεται πάντως, ότι ο ελαιώνας γύρω από το Μπάρι και τη Φότζια, που ανταποκρίνονται στο 40% της ιταλικής παραγωγής ελαιολάδου, βρίσκεται σε µια πολύ κατάσταση και µε προϋπόθεση ότι κάποιο χαλάζι ή ο δάκος δεν θα πλήξουν τους καρπούς που σιγά σιγά δένουν, τότε ίσως υπάρξει µια λύση ως προς το θέµα της προσφοράς, σε επίπεδο χώρας. Κι αυτό γιατί είναι πολύ πιθανό πως οι τιµές θα συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά µε βάσει τις ισορροπίες στην Ισπανία. Όπως εξηγούν στην Agrenda στελέχη της εγχώριας αγοράς, ήδη ο Απρίλιος καταδίκασε εν πολλοίς την ισπανική παραγωγή του 2023 στην περιοχή των 1 εκατ. τόνων. Αν και λίγες βροχές έπεσαν τις προηγούµενες ηµέρες στην αχανή Ανδαλουσία, η ζηµιά έχει ήδη γίνει. Έτσι, αφενός µια παραγωγή κάτω των 1 εκατ. τόνων αποτελεί ένα πολύ ρεαλιστικό σενάριο, αφετέρου τα ποιοτικά έξτρα παρθένα χωρίς οργανοληπτικά ελαττώµατα θα είναι ακόµα πιο λιγοστά, σε µια συνθήκη που έρχεται να ευνοήσει τόσο την ιταλική όσο και την ελληνική παραγωγή. Οι εκτιµήσεις της Assitol θέλουν τις τιµές να διατηρούνται στα υψηλά του εύρους, κάτι που θα εξασφάλιζε αξιόλογα περιθώρια κέρδους για τους Ιταλούς παραγωγούς.
Υπενθυµίζεται ότι µόλις 340.000 τόνοι ελαιολάδου βρίσκονται στα ισπανικά ελαιοτριβεία και άλλοι 240.000 τόνοι είναι ήδη συσκευασµένοι και βρίσκονται στις αποθήκες των εταιρειών τυποποίησης, έτοιµοι να αποσταλούν στις διεθνείς αγορές που εξυπηρετούν. Η συνθήκη αυτή, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για εµπορικούς χειρισµούς πίεσης των τιµών. Ακόµα και στο λιγότερο θετικό για τις τιµές σενάριο, κατά το οποίο η κατανάλωση υποχωρεί σηµαντικά και οι παραγωγές του 2023 ανακάµπτουν σηµαντικά, η απουσία αποθεµάτων και η σταδιακή συγκοµιδή καθ’ όλη τη διάρκεια του χειµώνα, µε δοµικό τρόπο έρχονται να υποστηρίξουν τις τιµές.
Παραφωνία οι εκτιµήσεις του USDA για ανάκαµψη της παγκόσµιας παραγωγής στους 3 εκατ. τόνους
Μια εκτίµηση που ακούγεται σαν παραφωνία έρχεται από την Ουάσιγκτον και τα κεντρικά του USDA, το οποίο θέλει την παγκόσµια παραγωγή ελαιολάδου να ανακάµπτει το 2023, προσεγγίζοντας τους 3 εκατ. τόνους, ήτοι τους µέσους όρους της πενταετίας. Με κάθε επιφύλαξη, οι αναλυτές του USDA, εκτιµούν πως η ευρωπαϊκή παραγωγή, από τους 1,5 εκατ. θα βρεθεί ξανά κοντά στους 2 εκατ. τόνους. Πάντως, η επιστροφή που έρχεται από την εικόνα που έχουν οι ελαιώνες στην Ισπανία, αλλά και στην Τυνησία, κάθε άλλο παρά αύξηση της παραγωγής δείχνει.
Πάντως, ακόµα και µια οριακή ανάκαµψη της παραγωγής τους επόµενους µήνες, βρίσκει την αγορά σε µια δύσκολη από πλευρά προσφοράς, θέση. Ειδικά σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι τελικά η ζήτηση παραµένει στη γωνία. Αυτό σηµαίνει ότι έστω πως οι τιµές υποχωρούν, ακόµα και κατά 2 ευρώ το κιλό, δηλαδή µια σηµαντική απόσταση από τα σηµερινά υψηλά, αλλά µε ιστορικούς όρους στα υψηλά του εύρους, θα µπορούσε να επιφέρει µια απότοµη επαναφορά της ζήτησης, ωθώντας ξανά τις τιµές προς τα πάνω.