Από τα 2 ευρώ το κιλό που ήταν τον Δεκέμβριο του 2020, πλέον διαπραγματεύεται στα 3 ευρώ το κιλό, με τις εισαγωγές από την Ασία που διαθέτει πιο ελκυστικές τιμές (πέριξ των 2,80 ευρώ το κιλό) να επιβαρύνονται από δασμούς 13% που καθιστούν ασύμφορη την εισαγωγή. Από τους τενεκέδες συσκευασίας, μέχρι νέες δεξαμενές αποθήκευσης, η ενίσχυση αυτή στην τιμή χάλυβα περνά στον ελαιοκομικό τομέα, όσο στην Ισπανία αναφέρονται ήδη δυσκολίες στις εταιρείες να προμηθεύσουν βιομηχανίες του χώρου και ελαιοκομικούς συνεταιρισμούς. Μάλιστα καταγράφονται και ανακατατάξεις, αφού στην αναζήτηση πιο ανταγωνιστικών τιμών πολυετείς συνεργασίες έχουν σπάσει. Η αύξηση των τιμών στην ιβηρική είναι της τάξης του 10% στην περίπτωση πρώτων υλών για την ελαιοποίηση και την αποθήκευση ελαιολάδου και φτάνει ακόμα και το 25% στην περίπτωση των τενεκέδων.
Όσο η Ευρώπη κόβει κιλά από το ελαιόλαδο, ο υπόλοιπος πλανήτης δεν το χορταίνει
Χάνει μερίδια η ενδοκοινοτική κατανάλωση ελαιολάδου, την στιγμή που ανεβαίνουν τα ποσοστά για τον υπόλοιπο κόσμο, με την αντίφαση αυτή, δηλαδή να πέφτουν τα κιλά που καταναλώνουν οι κάτοικοι των χωρών που βρίσκονται ανάμεσα ή δίπλα σε ελαιόδεντρα, να αποτελεί πλέον υπόθεση εργασίας σε έρευνα μεγάλης κλίμακας που εκπονεί το IOC.
Η κατανάλωση ελαιολάδου παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις με χρονιά ορόσημο την περίοδο 1990.91. Βασικό χαρακτηριστικό των διακυμάνσεων αυτών, είναι η αύξηση της κατανάλωσης σε χώρες εκτός E.E, η οποία έχει αυξηθεί σταθερά από περίπου 14% σε 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης τις προηγούμενες δεκαετίες. Από την άλλη πλευρά, η κατανάλωση στην ΕΕ μειώθηκε από το έτος καλλιέργειας 2004/05, από περίπου 70% του παγκόσμιου συνόλου σε περίπου 50% επί του παρόντος. Όταν η κατανάλωση άρχισε να μειώνεται στην ΕΕ, αυξήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο.
H μελέτη του IOC (Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας) επιχειρεί την κατανόηση των μεταβλητών που εμπλέκονται στην κατανάλωση και τι προκάλεσε την πτώση του σε ορισμένες χώρες.Μέχρι σήμερα, η μελέτη έχει ήδη καλύψει την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, όπου η κατανάλωση έχει μειωθεί απότομα και πλέον εστιάζει στην Αργεντινή, την Αίγυπτο, την Τυνησία και την Ιορδανία προτού δημοσιευθεί ολοκληρωμένη το 2022.