Τα πρώτα σημάδια ανεπάρκειας σιδήρου περιλαμβάνουν το κιτρίνισμα των νεαρών φύλλων και, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, την υποβάθμιση της ποιότητας των άγουρων καρπών, με συνέπεια τη μείωση της παραγωγής και την αλλοίωση των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του παραγόμενου ελαιολάδου.
Η σοβαρότητα της χλώρωσης εξαρτάται από την περιεκτικότητα του εδάφους σε οξείδια σιδήρου, που είναι η κύρια πηγή σιδήρου για τα φυτά, καθώς και το επίπεδο διαθέσιμου φωσφόρου. Έρευνα σε ελιές τεσσάρων μηνών, που καλλιεργήθηκαν σε γλάστρες για τρία χρόνια σε εδάφη με διαφορετική περιεκτικότητα σε οξείδια σιδήρου, έδειξε ότι η εφαρμογή φωσφόρου επιδείνωσε την τροφοπενία, κυρίως σε φτωχά σε σίδηρο εδάφη.
Η εντατικοποίηση της ελαιοκαλλιέργειας στη Μεσόγειο συνοδεύεται συχνά από υψηλές δόσεις φωσφόρου, γεγονός που αυξάνει τη συχνότητα εμφάνισης χλωρώσεων και επηρεάζει αρνητικά την υγεία των ελαιόδεντρων.
Μια ισπανική μελέτη που εξέτασε την επίδραση της λίπανσης με φωσφορικά άλατα σε ποικιλίες ελιάς επιρρεπείς σε τροφοπενίες σιδήρου, διαπίστωσε ότι η εφαρμογή φωσφόρου μείωσε τη συγκέντρωση χλωροφύλλης και το βάρος των φύλλων. Μάλιστα συχνά, τα συμπτώματα εμφανίζονται καθυστερημένα, σε σχέση με την ανισορροπία του εδάφους που προκαλείται από τα θρεπτικά αποθέματα που έχουν συσσωρευτεί στα ελαιόδεντρα.
Αυτή η καθυστέρηση μπορεί να εξηγήσει γιατί οι παράμετροι όπως ο όγκος της κόμης, η διάμετρος του κορμού και η παραγωγή δεν επηρεάστηκαν από τη φωσφορική λίπανση. Ως εκ τούτου, είναι κρίσιμο σε ασβεστολιθικά εδάφη, να περιορίζεται η εφαρμογή φωσφόρου, προκειμένου να αποτραπεί η ανεπάρκεια σιδήρου, ιδιαίτερα στην εντατική ελαιοκαλλιέργεια.
Με πληροφορίες από teatronaturale