Η αύξηση της εμπορικής κίνησης στον κλάδο είναι εν μέρει συνέπεια του πιο υγιεινού τρόπου ζωής που ακολουθούν πλέον ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές παγκοσμίως. Οι ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου προβάλλονται περισσότερο χάρη στην ανάπτυξη του μάρκετινγκ, με επακόλουθο περισσότερες εισαγωγές από τις χώρες-καταναλωτές και περισσότερες εξαγωγές από τις χώρες-παραγωγούς κατά γενικό κανόνα.
Υπάρχει μια ειδική κατηγορία χωρών οι οποίες βγαίνουν επίσης κερδισμένες από αυτό, αν και δεν παρασκευάζουν οι ίδιες ελαιόλαδο. Πέρα δηλαδή από το ότι εισάγουν αρκετό, δραστηριοποιούνται αρκετά πλέον και στις εξαγωγές, παρ’ όλο που δεν αναπτύσσουν οι ίδιες ελαιοκαλλιέργειες: Τέτοια παραδείγματα είναι η Ολλανδία, η Γερμανία και το Βέλγιο, που επανεξάγουν το προϊόν σε διάφορες ευρωπαϊκές αγορές, και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα «κλέβουν» ποσοστά από τα μερίδια ελαιοπαραγωγικών δυνάμεων.
Στην περίπτωση της Ολλανδίας, πάνω από το ένα πέμπτο(⅕) του εισαγόμενου ελαιολάδου επανεξάγεται, με σημαντικότερους προορισμούς κατά σειρά το Βέλγιο, τις ΗΠΑ και την Γερμανία, χώρες στις οποίες η αξία των εξαγωγών φτάνει τα 5.95 εκατ. €, τα 5,01 εκατ. € και τα 3,53 εκατ. € αντίστοιχα. Το 2021, οι ολλανδικές εξαγωγές ελαιολάδου έφτασαν τα 20,65 εκατ. € σε αξία όπως αναφέρει το Oleo, γεγονός που μαρτυράει αύξηση 46,24% από το 2018. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει αναπτυχθεί μάλιστα ένα μικρό ρεύμα εξαγωγής προς την Ισπανία, τον βασικότερο προμηθευτή ελαιολάδου της χώρας.
Το Βέλγιο επανεξάγει κυρίως ελαιόλαδο προς την Ολλανδία, ωστόσο μπορούν να γίνουν αφορμή συζήτησης τα μερίδιά του στο Ηνωμένο Βασίλειο: Και αυτό γιατί, το 2020 για παράδειγμα, οι εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου από το Βέλγιο στην βρετανική αγορά έφτασαν σε αξία τα 1.661.854 λίρες, ενώ η αντίστοιχη ελληνική αξία ήταν 1.392.144 λίρες. Το 10% των βρετανικών εισαγωγών ελαιολάδου έχει ως προέλευση μη-ελαιοπαραγωγικές χώρες, κάτι που σημαίνει ότι τα ελληνικά μερίδια χάνουν ακόμα περισσότερο έδαφος από τις δύο πρώτες θέσεις -Ισπανίας και Ιταλίας- στις αγορές της Βρετανίας λόγω του φαινομένου των επανεξαγωγών.
Τα παραπάνω δείχνουν πόσο σημαντική είναι η εμπορική αναβάθμιση του ελληνικού έξτρα παρθένου ελαιολάδου και ο περιορισμός του «χύμα», το οποίο τροφοδοτεί μερίδια χωρών που δεν έχουν δική τους παραγωγή. Γίνονται βήματα προς την σωστή κατεύθυνση για την προστασία και αναγνώριση του ελληνικού προϊόντος στο εξωτερικό, τα οποία επικεντρώνονται στην εξωστρέφεια των παραγωγικών επιχειρήσεων με βάση την επωνυμία και την τυποποίηση του προϊόντος.