Ο νέος ιταλικός νόμος εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και την κοινοτική στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». Επιπλέον, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, βάσει της οποίας θα καθοριστεί το μέγεθος των κονδυλίων που θα διατεθούν στον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα μεταξύ 2023-2027.
Η βιολογική καλλιέργεια είναι ένα φαινόμενο που ούτως ή άλλως προωθείται στην Ιταλία: Ενδεικτικό είναι ότι η γειτονική μας χώρα είναι πρώτη μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην καλλιέργεια ελιάς, με 200.000 εκτάρια βιολογικών ελαιώνων. Το βιολογικό ελαιόλαδο αποτελεί το 11% του συνόλου της ιταλικής παραγωγής, με το αντίστοιχο ποσοστό της αξίας να ανέρχεται σε 15%.
Η μεταστροφή προς τις βιολογικές καλλιέργειες μπορεί λοιπόν να αποδειχθεί προσοδοφόρα για τους παραγωγούς, διότι όχι μόνο ανεβαίνουν οι τιμές (δεδομένου της υψηλότερης ποιότητας των βιολογικών προϊόντων), αλλά και η ζήτηση: Ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα βιολογικής παραγωγής, λόγω της θρεπτικής τους αξίας.
Η νέα νομοθεσία περιλαμβάνει παραμέτρους που ενθαρρύνουν την ενασχόληση με την βιολογική γεωργία, όπως σχέδια για την μετατροπή των συμβατικών επιχειρήσεων σε βιολογικές, και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε νέους αγρότες σχετικά με τα δεδομένα της αγοράς.
Πολλοί αγροτικοί συνεταιρισμοί έχουν σπεύσει να εγκωμιάσουν αυτήν την εξέλιξη -όπως αναφέρουν οι Olive Oil Times- η οποία ενισχύει την αξία των αγροτικών περιοχών και δημιουργεί μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους για τις παραγωγικές επιχειρήσεις. Τα θετικά της όλης υπόθεσης δεν περιορίζονται στο οικονομικό κομμάτι, καθώς οι βιολογικές καλλιέργειες θεωρούνται πιο οικολογικές από τις συμβατικές: Ωφελούν την τοπική βιοποικιλότητα και έχουν θετική επίδραση στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.