Τα πρώτα ακραία καιρικά φαινόμενα από την έλευση της “ψυχρής λίμνης” που κατέβηκε από την Ευρώπη, έχουν ήδη εκδηλωθεί με καταστροφές σε καλλιέργειες στην βόρεια ηπειρωτική Ελλάδα (από το απόγευμα της Κυριακής), ενώ τις επόμενες ώρες αναμένεται να ενταθούν και να “χτυπήσουν” και νοτιότερες περιοχές. Οι ελαιοπαραγωγοί που είδαν τα δέντρα και την παραγωγή τους το προηγούμενο διάστημα να δίνουν αγώνα επιβίωσης λόγω του καύσωνα καλωσορίζουν την βροχή αλλά ανησυχούν ότι δεν θα είναι απλά “ποτιστική” όπως ελπίζουν και θα φέρει μαζί της ζημιές και “ξύπνημα” του γλοιοσπόριου.
Σε Πελοπόννησο και Κρήτη, οι ελαιοπαραγωγοί ήρθαν αντιμέτωποι το προηγούμενο διάστημα με θερμοκρασίες κοντά στα ανώτατα όρια αντοχής των δέντρων τους και με το ξηρικό στρες που απείλησε την φετινή μειωμένη παραγωγή τους.
Γενικά οι αβιοτικοί παράγοντες, όπως η θερμική καταπόνηση που συνοδεύεται από έντονο στρες ξηρασίας, επιδρούν σε φυσιολογικές διεργασίες που είναι συνυφασμένες με την ανάπτυξη των φυτών (φωτοσύνθεση, διαπνοή, αναπνοή) εκτρέποντάς τες από τους κανονικούς ρυθμούς τους, ενώ ανάλογα με την ένταση και τη διάρκεια του στρες, μπορεί να παρατηρηθεί και καθυστέρηση ή αδυναμία του φυτού να αποκαταστήσει την φυσιολογική λειτουργία του. Αυτό το φαινόμενο για τον παραγωγό μεταφράζεται σε μειωμένη ευρωστία και παραγωγικότητα, καθώς και ξήρανση μέρους ή ολόκληρου του δέντρου.
Παρ’ όλο που η θερμοκρασία περιβάλλοντος δεν έχει φτάσει τις κρίσιμες για την διάρρηξη των μεμβρανών (χλωροπλαστών) τιμές (46-47oC), οι παραγωγοί θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι η φυλλική επιφάνεια έχει θερμοκρασία 4-8 βαθμούς υψηλότερη από αυτή του περιβάλλοντος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται φυσιολογικές διεργασίες αντίστασης από το φυτό, όπως η σύνθεση πρωτεϊνών θερμικού σοκ ή θνητότητας των φύλλων, ήδη από την στιγμή που ο υδράργυρος ξεπεράσει τους 35oC.
Η «υδατική καταπόνηση» είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να ορισθεί η αδυναμία του φυτού να αναπληρώσει, μέσω της απορρόφησης νερού από το έδαφος, τις υδατικές απώλειες που προέκυψαν από την έντονη διαπνοή του. Παρ’ ότι οι επιπτώσεις μια τέτοιας κατάστασης είναι συνήθως εντονότερες σε ξηρικούς ελαιώνες, το πρόβλημα δεν απουσιάζει πάντα από τους αρδευόμενους, ιδίως όταν δεν προσαρμόζονται αναλόγως οι προστιθέμενες ποσότητες νερού, όταν το έδαφος έχει μειωμένη ικανότητα συγκράτησής του και όταν ο καύσωνας είναι παρατεταμένος.
Ενώ η ελιά ως είδος έχει αποδείξει επανειλημμένα την αντοχή της στην λειψυδρία, οι μεγάλες περίοδοι ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών μπορούν να κουράσουν τα δέντρα, να μειώσουν τη δραστηριότητα της φωτοσύνθεσης και να ζημιώσουν τους καρπούς. «Σιγά σιγά φοβάμαι ότι σπάει το φράγμα αντοχής των δέντρων και αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο να προκληθεί διάρρηξη των ινών του καρπού και να σταφιδιάσει, ενώ αρνητικές επιπτώσεις ενδέχεται να έχουμε και στην ποιότητα του ελαιολάδου λόγω αύξησης του ιξώδους», αναφέρει ο ελαιοπαραγωγός Ευτύχης Ανδρουλάκης από τα Χανιά Κρήτης, μιλώντας στο «Ελαίας Καρπός».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στους ξηρικούς ελαιώνες
Οι μειωμένες βροχοπτώσεις της άνοιξης, οι όψιμοι παγετοί και ο πρώιμος καύσωνα του Μαΐου, έχουν βαλθεί να εξαντλήσουν από νωρίς τα φυτά, ενώ η μειωμένη καρπόδεση που καταγράφεται σχεδόν σε όλες τις περιοχές, συνοδεύεται πλέον και από αυξημένη καρπόπτωση, πέραν του αναμενόμενου, εξαιτίας της επιμονής των ακραίων θερμοκρασιών.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται και πάλι στους ξηρικούς ελαιώνες όπου οι παραγωγοί πρέπει πλέον να δράσουν καθώς τα δέντρα έχουν καταπονηθεί αρκετά», τονίζει ο ερευνητής του Εργαστηρίου Ελαιοκομίας του «Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών – ΕΛΓΟ Δήμητρα», Γιώργος Κουμπούρης.
Καολίνης, βιοδιεγέρτες και κλάδεμα το τρίπτυχο κατά του θερμικού στρες στην ελιά
Πολυδοκιμασμένη πρακτική μεταξύ των ελαιοκαλλιεργητών, με ευεργετικά αποτελέσματα για την προστασία των δέντρων από το θερμικό στρες, είναι ο ψεκασμός της κόμης με σκευάσματα καολίνη, ανθρακικού ασβεστίου και χαλκού. Ο καολίνης, γνωστός και για τη χρήση του κατά του δάκου, είναι αποτελεσματικός και κατά της θερμότητας, δημιουργώντας μία προστατευτική μεμβράνη στο φύλλο και μειώνοντας έτσι την εξάτμιση, την αύξηση της θερμοκρασίας του ιστού σε σχέση με τη θερμοκρασία περιβάλλοντος και, εν μέρει, αντανακλά την ηλιακή ακτινοβολία. Επιπροσθέτως, όλο και περισσότεροι είναι οι παραγωγοί εκείνοι που εμπιστεύονται τους βιοδιεγέρτες και τους εντάσσουν στα προγράμματα θρέψης τους, καθώς ενισχύουν την ανεκτικότητα των δέντρων στα αβιοτικά στρες, βελτιώνουν την αποδοτικότητα χρήσης νερού και συμβάλλουν στην ταχύτερη αποκατάσταση των λειτουργιών του φυτού μετά την παρέλευση του καύσωνα.
Το κλάδεμα είναι μια πρακτική κατά του θερμικού στρες, που συνηθίζεται να εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία από τους ελαιοπαραγωγούς στην Πελοπόννησο. Το θερινό αυτό ελαφρύ κλάδεμα-καθάρισμα σε συνδυασμό με έγκαιρη ζιζανιοκτονία (όχι με όργωμα ή φρεζάρισμα) για μείωση των απωλειών νερού, είναι καλλιεργητικές τεχνικές που μπορούν να δώσουν «ανάσα» στα ζορισμένα δέντρα.
Το αφιέρωμα βρίσκεται διαθέσιμο στο περιοδικό Ελαίας Καρπός που κυκλοφορεί
Ευεργετική η στάγδην άρδευση
Τέλος, ευεργετική στη θερμορύθμιση των δέντρων είναι η επίδραση της άρδευσης, όπου είναι εφικτό, με τους γεωπόνους να συστήνουν περισσότερα ποτίσματα με μικρότερες ποσότητες νερού, σε απογευματινές-βραδινές ώρες, μέσω συστημάτων στάγδην, κατά προτίμηση, άρδευσης.
Σύμμαχος κατά του δάκου οι υψηλές θερμοκρασίες
Με τα ελαιόδεντρα να «φλερτάρουν» με τα όριά τους, λόγω του επίμονου καύσωνα, οι παραγωγοί φαίνονται προς το παρόν ευχαριστημένοι. Ο λόγος φαίνεται να είναι η μείωση στους πληθυσμούς του δάκου που έφεραν τα σαραντάρια. Με τις θερμοκρασίες άνω των 35οC να προκαλούν θανάτωση του καταστρεπτικού αυτού διπτέρου, και αυτές άνω των 28oC να δυσχεραίνουν τη δραστηριότητα και ωοτοκία του, ο καύσωνας «εξαγόρασε» πολύτιμο χρόνο για τους ελαιοκαλλιεργητές, σε μια χρονιά με πολλά προβλήματα και πρώιμη έξαρση των προσβολών. Πέρα από τον δάκο, οι υψηλές θερμοκρασίες διέκοψαν και την επέλαση των μυκητολογικών ασθενειών όπως το γλοιοσπόριο. Για να διατηρήσουν οι παραγωγοί το πάνω χέρι, συνιστάται η άρδευση να γίνεται αργά το απόγευμα έως το βράδυ και να έχει σταματήσει τουλάχιστον 5 ώρες πριν σηκωθεί ο ήλιος, ώστε να μην υπάρχει έντονη εξατμισοδιαπνοή που φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ενεργοποιεί τον παθογόνο μύκητα.