Σύγχρονο φαινόμενο η ανάπτυξη βιολογικών ελαιώνων διεθνώς, κάτι που αναδεικνύει η έκθεση “World of Organic Farming» που δημοσιεύτηκε από την Διεθνή Ομοσπονδία Κινημάτων Βιολογικής Γεωργίας (IFOAM) και το Ερευνητικό Ινστιτούτο Βιολογικής Γεωργίας (FiBL). Στοιχεία της μελέτης αυτής επιβεβαιώνουν ότι το 8.4% των ελαιώνων παγκοσμίως ήταν ήδη βιολογικού τύπου το έτος 2019.
Η Ιταλία αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις χωρών όπου προωθείται η βιολογική καλλιέργεια, καθώς σχεδόν 242.000 εκτάρια ελαιώνων στο έδαφός της είναι βιολογικού τύπου· ο αριθμός αυτός, την φέρνει στην δεύτερη θέση παγκοσμίως της σχετικής λίστας, με ελάχιστη διαφορά από την πρώτη Τυνησία.
Ανά ιταλική περιφέρεια, οι περισσότερες εκμεταλλεύσεις βιολογικής παραγωγής εντοπίζονται στην Απουλία (72.282 εκτάρια), την Καλαβρία (70.981 εκτάρια), την Σικελία (38.389 εκτάρια), την Τοσκάνη (16.036 εκτάρια), την Καμπανία (9.643 εκτάρια), το Λάτιο (8.921 εκτάρια) και την Ούμπρια (6.151 εκτάρια).
Σημειωτέον ότι, το 2010 η συνολικές εκτάσεις βιολογικών ελαιώνων ήταν μόλις 122.000 εκτάρια, κάτι που σημαίνει ότι έως το 2019 η έκταση των ιταλικών ελαιώνων βιολογικού τύπου αυξήθηκε κατά 98.1% (!). Βέβαια η εκρηκτική ανάπτυξη καλλιεργειών δεν ήταν ομοιόμορφη στο μεσοδιάστημα· αυτό φαίνεται από στοιχεία της έκθεσης του Ινστιτούτου Υπηρεσιών για την Αγροτική Αγορά Τροφίμων (ISMEA), η οποία δείχνει πως η ανάπτυξη μεταξύ 2017 και 2019 ήταν μικρότερη του 3%.
Με τα δεδομένα αυτά, η βιολογική καλλιέργεια ελιάς έχει γίνει η τρίτη σημαντικότερη του είδους στην Ιταλία, και οι βιολογικού τύπου ελαιώνες αντιπροσωπεύουν το 12% της συνολικής οργανικής γεωργικής της έκτασης (1.993.000 εκτάρια περίπου). Αν και η πλειονότητα της βιολογικής παραγωγής πραγματοποιείται στα ελαιοτριβεία του ιταλικού νότου (67.5%), παραγωγικές μονάδες υπάρχουν επίσης στα ιταλικά νησιά (17.1%), αλλά και στο κέντρο της χώρας (14.1%). Αντίθετα, η φάση της τυποποίησης γίνεται ως επί το πλείστον σε βορειοϊταλικές περιοχές, εκεί όπου δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον οι μεγάλες βιομηχανίες εμφιάλωσης της χώρας.
Ας αναφερθεί επίσης ότι, όπως αναφέρεται και στο έγκυρο Mercacei, η ιταλική αλυσίδα εφοδιασμού του βιολογικού ελαιολάδου στην είναι στενά συνδεδεμένη με την βιομηχανία συσκευασιών και τους μηχανισμούς πιστοποίησης· ενδεικτικό είναι ότι το 85% του ιταλικού βιολογικού ελαιολάδου προωθείται στην αγορά μέσω δικτύων διανομής μεγάλης κλίμακας, όπου κυριαρχεί η παρουσία εμπορικών ετικετών και βιομηχανικών σημάτων. Αυτό δείχνει ότι η οργανική καλλιέργεια ελιάς στην Ιταλία αναπτύσσεται σε ένα αυστηρό και προσεγμένο πλαίσιο, κάτι το οποίο «μαρτυράει» το μέγεθος των επιχειρήσεων που παράγουν premium ελαιόλαδο: Οι βιολογικές επιχειρήσεις είναι τρεις φορές μεγαλύτερες από τις συμβατικές, καθώς αξιοποιούν κατά μέσο όρο 5,7 εκτάρια έναντι 1,80 εκταρίων των δεύτερων.
Η ανάπτυξη των σχετικών παραγωγικών επιχειρήσεων συνοδεύεται και από μεγαλύτερη απήχηση του βιολογικού ελαιολάδου στους Ιταλούς καταναλωτές, σχέση που πάντως σίγουρα έχει αμφίδρομο χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι μεταξύ 2019 και 2020, η ζήτηση για το βιολογικό ελαιόλαδο αυξήθηκε κατά 7%, άνοδος δηλαδή σημαντικότερη δηλαδή από την αντίστοιχη που σημειώθηκε γενικά στα βιολογικά είδη(4%).