Αν και αναφορές του περασμένου έτους έδειχναν ότι το ελληνικό ελαιόλαδο υποχωρεί στις αγορές της Μεγάλης Βρετανίας, τα πρόσφατα δεδομένα αναδεικνύουν μια θετική συγκυρία για τις ελληνικές εξαγωγές: Συγκεκριμένα, η στροφή πολλών καταναλωτών παγκοσμίως σε προϊόντα μεγαλύτερης διατροφικής αξίας, αλλά και το γεγονός ότι το ελαιόλαδο καταγράφει την μεγαλύτερη αύξηση πωλήσεων λιανικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, δημιουργούν νέο έδαφος για την ανάπτυξη των ελληνικών μεριδίων στην εν λόγω αγορά.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν να ακολουθήσουν μία vegan τύπου διατροφή ή άλλα είδη διατροφής με έμφαση σε φυσικά υγιεινά προϊόντα, κάτι που σε συνδυασμό με την αυξημένη ενημέρωση για τις υγιεινές ιδιότητες του ελαιολάδου μπορεί να στρέψει πολλούς Βρετανούς καταναλωτές σε premium παρασκευάσματα, όπως τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα. Στο πλαίσιο αυτό, στοιχεία της Nielsen δείχνουν ότι ελληνικά ΠΟΠ και βιολογικά ελαιόλαδα θεωρούνται ανερχόμενες υποκατηγορίες για το 2022 στις βρετανικές αγορές, όπως αναφέρεται και στο έγκυρο άρθρο του Economistas, της περασμένης Πέμπτης, 17 Φεβρουαρίου 2022.
Υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό μερίδιο του τομέα είναι τρίτο κατά σειρά στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου, και αρκετά πίσω από το ιταλικό και το ισπανικό. Μετά το καλοκαίρι του 2021, είχαν προκύψει αρνητικά στοιχεία τα οποία έδειχναν ότι το ελληνικό μερίδιο στην βρετανική αγορά είναι συγκρίσιμο με το αντίστοιχο μη ελαιοπαραγωγικών χωρών (όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία), οι οποίες πιθανότατα εξάγουν μεταξύ άλλων και ελαιόλαδα ελληνικής προελεύσεως. Μπορεί μεν το ελληνικά ποσοστά να διατηρήθηκαν στην τρίτη θέση, αλλά με το ποσοστό του 5% μένουν πολύ πίσω από τα δύο κυρίαρχα μερίδια (Ιταλίας και Ισπανίας), που κατέχουν το 45% και το 38% του τομέα αντίστοιχα.
Συν τοις άλλοις, η φροντίδα για την τυποποίηση των εξαιρετικά παρθένων ελαιολάδων αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα για τις ελληνικές εξαγωγές: Αν και προσφάτως υπάρχει περισσότερη μέριμνα για την διεθνή προστασία των ελληνικών προϊόντων, οι εξαγωγές χύμα ελαιολάδου συντελούν μόνο στο να “χάνεται” η προέλευση κατά μήκος των εξαγωγών, καθώς αρκετές φορές το ελληνικό προϊόν αντί να πωληθεί στην πρώτη χώρα εισαγωγής, εξάγεται εκ νέου με ετικέτες. Αυτό ενδεχομένως να μην είναι άσχετο από το ισχυρό μερίδιο που έχουν μη ελαιοπαραγωγικές χώρες στην βρετανική αγορά.
Τέλος, ολοένα και περισσότεροι Άγγλοι και Ιρλανδοί καταναλωτές αναζητούν πλέον γνήσια προϊόντα με έγκυρες σημάνσεις προέλευσης, τα οποία είναι αποτέλεσμα βιώσιμων μεθόδων παραγωγής. Αυτά δείχνουν ότι το κλίμα των βρετανικών αγορών ευθυγραμμίζεται περισσότερο πλέον με τα σύγχρονα περιβαλλοντικά ζητήματα και προωθεί υψηλής αξίας προϊόντα, κάτι το οποίο μπορούν να εκμεταλλευτούν οι εξωστρεφείς ελληνικές επιχειρήσεις με την απαιτούμενη πιστοποίηση, προκειμένου να δώσουν δυναμικότερο παρόν στις βρετανικές αγορές.
