Στην μελέτη αυτή συμμετείχαν 22 άτομα υπό ιατρική επίβλεψη, διαγνωσμένα με Χρόνια Λευκοκυτταρική Λευχαιμία(ΧΛΛ) πρώιμου σταδίου, τα οποία δεν λάμβαναν θεραπευτική αγωγή. Για το πέρας των ερευνών χρησιμοποιήθηκε ελληνικό ελαιόλαδο από την ποικιλία Λιανολιά Κέρκυρας, ενώ τα πορίσματα που ανέκυψαν από τις παρατηρήσεις των ερευνητών δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο έγκυρο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Frontiers.
Από τις μελέτες διαπιστώθηκε ότι η κατανάλωση 40ml ελαιολάδου σε ημερήσια βάση από τους μετέχοντες, για περίοδο έξι μηνών, έχει τριπλή θετική δράση έναντι της νόσου ΧΛΛ: Μειώνει τα λευκά αιμοσφαίρια, προκαλεί απόπτωση των καρκινικών κυττάρων και βελτιώνει τον μεταβολισμό των ασθενών. Η υψηλή περιεκτικότητα του παρθένου ελαιολάδου σε ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη ευθύνεται κυρίως για την βιοδραστικότητα ενάντια στην ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
Στις μελέτες αυτές συμμετείχαν η Ελένη Μέλλιου και Προκόπης Μαγιάτης του Τομέα Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων του ΕΚΠΑ, η Andrea Paola Rojas Gil από το Τμήμα Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Πελοποννήσου, ο Ιωάννης Κοντονής από το Νοσοκομείο της Λακωνίας, ο Τζώρτζης Νομικός από το Τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου καθώς και οι συνεργάτες του Αναστάσιος Ιωαννίδης, Ιωάννης Δημόπουλος, Γεώργιος Κοσμίδης και Μαρία Ευθυμία Κατσά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αφορμή για την έναρξη της εν λόγω έρευνας, αποτέλεσε το γεγονός ότι η Δρ. Μέλλιου και ο Δρ. Μανιάτης έμαθαν ότι τα καρκινικά λευκά αιμοσφαίρια ασθενών με ΧΛΛ στις ΗΠΑ ελαττώθηκαν μετά από κατανάλωση ελαιολάδου υψηλής περιεκτικότητας σε ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη. Όσον αφορά τους οικονομικούς πόρους από το WOCH, προέκυψαν από συνδρομές μελών του, ιδιωτικές δωρεές και αναλύσεις ελαιολάδων με qNMR, μέθοδο την οποία ανέπτυξαν η Δρ. Μέλλιου και Δρ. Μαγιάτης μαζί με την επιστημονική τους ομάδα στο Τμήμα Φαρμακευτικής του ΕΚΠΑ το 2012.
Τα φαινολικά συστατικά του ελαιολάδου έχουν συνδεθεί και άλλες φορές με οφέλη για την πρόληψη ή καταπολέμηση ασθενειών. Οι ερευνητές της παρούσας μελέτης διευκρίνισαν ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την αξιοπιστία των προαναφερθέντων συμπερασμάτων, ωστόσο σε κάθε περίπτωση απαιτούνται επιπλέον εμπεριστατωμένες έρευνες.