Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης, ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ, Κώστας Ζούκας αναφερόμενος στην χρονιά που πέρασε, αλλά και στην τρέχουσα περίοδο τόνισε τις ιδιαίτερες οικονομικές, περιβαλλοντολογικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν τόσο στη χώρα μας, όσο και στην παγκόσμια κοινότητα. Η κλιματική αλλαγή και ιδιαίτερα το φαινόμενο της λειψυδρίας επηρεάζουν τόσο τον όγκο, όσο και την ποιότητα της αγροτικής παραγωγής, επομένως και του ελαιοκομικού κλάδου και από κοινού με τις συνέπειες των πολεμικών συρράξεων (κόστος ενέργειας και πρώτων υλών) και την έλλειψη εργατικού δυναμικού συνιστούν παράγοντες:
- αυξητικούς του κόστους των προϊόντων και
- μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε:
- για το ζήτημα της από την δεκαετία του ’60 συνεχούς/επταήμερης λειτουργίας των μεταποιητικών μονάδων κατά την περίοδο της συλλογής του ελαιόκαρπου από τους παραγωγούς και την ολιγωρία της Διοίκησης για την εναρμόνιση της εργατικής νομοθεσίας για την ομαλή απορρόφηση του πρωτογενούς προϊόντος από τις μεταποιητικές/εξαγωγικές επιχειρήσεις αγροτικών προϊόντων, και των επιτραπέζιων ελιών, και
- την έλλειψη προσοχής της Διοίκησης για την σύσταση “Μητρώου Συσκευαστηρίων Επιτραπέζιων Ελιών” -πάγιο αίτημα της ΠΕΜΕΤΕ από το 2010- όπως συμβαίνει και σε άλλα αγροτικά προϊόντα, για να εξασφαλισθούν:
- η διακίνηση ασφαλών και ποιοτικών τελικών προϊόντων επιτραπέζιας ελιάς,
- η διαφάνεια κατά την εμπορική διακίνηση του προϊόντος και καταπολέμηση αδήλωτων συναλλαγών,
- η βιώσιμη επιχειρηματικότητα και ο υγιής ανταγωνισμός,
- η προστασία του εισοδήματος των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών και καταναλωτών περιορίζοντας την διαφορά της τιμής από το “χωράφι στο ράφι”.
Ο Πρόεδρος επισήμανε επίσης, ότι παρά το προαναφερθέν δυσμενές περιβάλλον η πορεία των εξαγωγών του προϊόντος κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητική, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2023 οι εξαγωγές του ξεπέρασαν τα €640 εκατομμύρια παρά τον μικρό όγκο της πρωτογενούς παραγωγής της ελαιοκομικής περιόδου 2023/24, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2024 η αξία των εξαγωγών παρουσιάζει αύξηση κατά 24,6% (€400 εκατ.), συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2023 (€320 εκατ). Εκτιμάται δε, ότι το 2024 οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών θα έχουν την καλύτερη εξαγωγική επίδοση όλων των εποχών συμβάλλοντας τα μέγιστα στην επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων της χώρας!
Επισημάνθηκε ωστόσο ότι η μέχρι τώρα ανοδική πορεία των εξαγωγών δεν διασφαλίζεται και για το μέλλον, αν δεν ρυθμιστούν σοβαρά διαρθρωτικά θέματα του κλάδου (όπως τα προαναφερόμενα) και δεν γίνει η απαραίτητη προσαρμογή στα νέα δεδομένα και τις προκλήσεις των καιρών.
Ειδική μνεία έγινε στην Απόφαση του ΣτΕ που έκρινε πλέον οριστικά, ότι η ονομασία “KALAMATA OLIVES” που έγινε παγκοσμίως γνωστή χάρη στις προσπάθειες των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και συνδέεται άρρηκτα με την Ελλάδα, νόμιμα και μόνιμα καταχωρίστηκε ως συνώνυμο της ποικιλίας “ΚΑΛΑΜΩΝ” και δικαιώνει την ισχύουσα πλέον “Απόφαση Γεωργαντά” που προβλέπει και την παράλληλη κυκλοφορία του προϊόντος ΠΟΠ “Ελιά Καλαμάτας”/PDO “Elia Kalamatas” και αποκαθιστά την ομαλότητα:
- για το 98% των ελαιοπαραγωγών εκτός της γεωγραφικής ζώνης ΠΟΠ που καλλιεργούν την επιτραπέζια ποικιλία ελιάς “ΚΑΛΑΜΩΝ/ΚΑΛΑΜΑΤΑ” και βρίσκονταν σε καθεστώς αβεβαιότητας μέχρι την εν λόγω Απόφαση του ΣτΕ και
- για τις εξαγωγές του προϊόντος που η αξία τους ξεπερνά πλέον τα €280 εκατ. ετησίως και διενεργείται από το σύνολο των μεταποιητικών-τυποποιητικών-εξαγωγικών επιχειρήσεων της χώρας που εξάγουν με την ονομασία “KALAMATA OLIVES” από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Στην συνέχεια τον λόγο πήρε ο Πρόεδρος της Εθνικής ΔΟΕΠΕΛ Γιώργος Ντούτσιας ο οποίος αναφέρθηκε σε σοβαρά θέματα που αποτελούν πάγια αιτήματα της Οργάνωσης από την ίδρυση της:
- στην έλλειψη διαχειριστικών στοιχείων για τις επιτραπέζιες ελιές και συνεργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και των κατά τόπους ΔΑΟΚ,
- στην ανάγκη υπολογισμού αντικειμενικού κόστους παραγωγής του πρωτογενούς τομέα του προϊόντος σύμφωνα με την γεωργική λογιστική και
- στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού ελαιώνα, η επίτευξη του οποίου απαιτεί πολιτική βούληση και εθνικό σχεδιασμό σε συνδυασμό με επιστημονική έρευνα και μόνιμη συνεργασία με την Οργάνωση.