Σήμερα, δύο παράλληλες πραγματικότητες συνυπάρχουν στον εγχώριο ελαιοκομικό τομέα. Απ’ τη μια πλευρά, ακμάζει ένας κρίσιμος και αναπτυσσόμενος αριθμός μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων, οι οποίες στρέφονται με μεγάλο κόστος (από 30.000 ευρώ και πάνω) στην τυποποίηση µε ιδίους πόρους, εµπλουτίζοντας την αγορά µε συσκευασµένα προϊόντα που φέρουν την υπογραφή τους, αντί να πουλούν όσο-όσο σε ένα από τα 2.000+ ελαιοτριβεία της χώρας.
Απ’ την άλλη, υπάρχει η ευρεία πλειοψηφία, που περιλαμβάνει καλλιεργητές κάθε ηλικίας και οικονομικής άνεσης, η οποία επιλέγει (ή υποχρεώνεται) να διαθέσει τη σοδειά της χύμα. Τελικά, η ποιοτική πρώτη ύλη διαχέεται σε μία μεσογειακή και ανοιχτή αγορά με ολοένα και αυξανόμενη διαθεσιμότητα, που φέρνει αναπόφευκτα την αμοιβή του παραγωγού στα όρια της τιμολόγησης της φθηνότερης εναλλακτικής (εντατικές φυτεύσεις Ισπανίας κ.λπ.), στην ουσία με όρους χρηματιστηριακούς. Χώρια που, αυτού του είδους η εμπορία, αποδίδει σχεδόν το 100% της υπεραξίας της πρώτης ύλης (μάρκετινγκ συσκευασίας, πιστοποιήσεις, ισχυρισμοί υγείας) αποκλειστικά σε αυτόν που τελικά τυποποιεί.
Κατά την τελευταία διετία, η ιστορική συρρίκνωση της παγκόσμιας παραγωγής (μείον 30 με 35%) και η αντοχή της κατανάλωσης (μείον 10 με 15%), οδήγησε σε υψηλές τιμές για την πρώτη ύλη, υπερδιπλάσιες από τον ιστορικό μέσο όρο. Ωστόσο, το εισόδημα του παραγωγού βγαίνει από το γινόμενο τιμή επί ποσότητα, με αποτέλεσμα η πρόσοδος των καλλιεργητών να είναι πάνω – κάτω σε όμοια επίπεδα με άλλες χρονιές. Αυτή η «αυτορρύθμιση» της αγοράς, όπως και η διέξοδος πολλών προς την «αυτοκατανάλωση» του 16κιλου τενεκέ, ο οποίος τιμολογούνταν πολύ ψηλά, πολλές φορές στα 170 με 200 ευρώ, σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε ως καμουφλάζ για τις ιστορικές αδυναμίες του ελληνικού ελαιοκομικού τομέα.
Σημείο μηδέν αφύπνισης το 2025
Κάπως έτσι, αρκούσε μια φυσιολογική σοδειά τη σεζόν 2024/25 και η συνεπακόλουθη απόπειρα της αλυσίδας αξίας να βγάλει τα σπασμένα μετά από δύο σεζόν με οριακούς ισολογισμούς, ώστε να επιστρέψει το αίσθημα επισφάλειας. Η παρούσα εμπορική περίοδος μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο μηδέν – αφύπνισης αλλά και εφαλτήριο λάκτισμα προς έναν πιο οργανωμένο τομέα, με κρυστάλλινα στατιστικά στοιχεία, υγιείς επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας, αύξηση της διείσδυσης του τυποποιημένου και ελεγμένου προϊόντος, αλλά και μια Πολιτεία που θα πιάνει τον παλμό της αγοράς και δεν θα μένει στα εύκολα λόγια όσον αφορά τις παρεμβάσεις της. Για παράδειγμα, η αναμενόμενη θεσμοθέτηση της Δήλωσης Συγκομιδής και του Ψηφιακού Μητρώου εντός 2025, βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση.
Γκρίζες ζώνες, βούτυρο στο ψωμί της νοθείας
Το τελευταίο διάστημα, ο 16κιλος ανώνυμος τενεκές έχει στοχοποιηθεί ιδιαίτερα με κύριο επιχείρημα την αδυναμία ταυτοποίησης της προέλευσης της πρώτης ύλης. Επιχείρημα λογικό όπως και χιλιοειπωμένο. Άλλωστε, πάντα βάσει ευρωπαϊκής νομοθεσίας, οι περιέκτες πάνω από 5 λίτρα ως μέσο διακίνησης με σκοπό την εμπορία είναι απαγορευμένοι. Η «γκρίζα ζώνη» όμως στην εθνική νομοθεσία για τη διακίνηση προς αυτοκατανάλωση, έχει γεννήσει δεκάδες κυκλώματα νοθείας κυρίως σε νησιωτικές περιοχές και Βόρεια Ελλάδα, περιορίζοντας με παράνομο και καταχρηστικό τρόπο την πραγματική κατανάλωση ελαιολάδου ενώ στερεί και έσοδα τόσο από το Κράτος, όσο και τους πραγματικές συντελεστές της εγχώριας αγοράς.
Η πρόταση για το πεντόλιτρο του παραγωγού
Κάπου εδώ πρέπει να μπει μια άνω τελεία. Τις τελευταίες βδομάδες έχει επανέλθει στο προσκήνιο μια ιδιαίτερα παλιά πρόταση, σχετικά με την πιθανότητα θεσμοθέτησης ενός «πεντόλιτρου» του παραγωγού, ως λύση ευρείας συναίνεσης, η οποία θα μπορούσε σταδιακά να καθιερώσει το επώνυμο, τυποποιημένο ελαιόλαδο ελαχιστοποιώντας τον ανώνυμο, χύμα 16κιλο τενεκέ. Ως νομοθετική βάση για την υιοθέτηση αυτής της λύσης, έχει προταθεί δημόσια από την 4Ε (Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας) να αξιοποιηθεί η κωδικοποίηση της αγορανομικής νομοθεσίας (ΦΕΚ 815 Β της 24/05.2007) για τη διακίνηση του μελιού. Στόχος είναι ο ελαιοπαραγωγός, να κερδίζει υπεραξία και νόμιμο εισόδημα ενώ ο ελαιοτριβέας που γεμίζει και συσκευάζει, μια νέα δραστηριότητα. Ο καταναλωτής με τη σειρά του θα παίρνει ένα καλύτερο προϊόν, ενώ η Πολιτεία θα περιορίσει την φοροδιαφυγή. Τελικά, η χειρότερη δυνατή μορφή διακίνησης, ο 16κιλος τενεκές, σταδιακά θα βγει από το λεξιλόγιο της αγοράς.
Aπέχει σημαντικά η θεωρία από την πράξη
Η υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας, προϋποθέτει σοβαρές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο υφιστάμενο «status quο» στην ελαιοκομική Ελλάδα. Όπως έχει επισημάνει επίσημα ο ΣΕΒΙΤΕΛ, για να περπατήσει αυτή η πρόταση, προϋπόθεση είναι όλα τα ελαιοτριβεία να λάβουν άδεια τυποποιητή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς προδιαγραφών και απαιτήσεων. Επίσης, κάποιος θα πρέπει να έχει την ευθύνη για το χαρακτηρισμό του προϊόντος ως εξαιρετικό παρθένο, παρθένο και τη συμμόρφωση με τα πρότυπα ποιότητας (π.χ. ανίχνευση φυτοφαρμάκων). Κοινώς, ο ΣΕΒΙΤΕΛ επισημαίνει ότι χρειάζεται ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο, ώστε να μην δημιουργηθεί και νομιμοποιηθεί μια «παράλληλη αγορά» χωρίς τις ασφαλιστικές δικλείδες για την ποιότητα του προσφερόμενου προϊόντος, διασφαλίζοντας την ασφάλεια του καταναλωτή αλλά ταυτόχρονα τον κλάδο της τυποποίησης από αθέμιτο ανταγωνισμό.
Πεδίο δόξης στην εστίαση
Η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι ο τουρισμός και εκεί είναι που επιτρέπεται η χρήση συσκευασιών μέχρι 50 λίτρα για διακίνηση ελαιολάδου σε παγγελματίες (εστιατόρια, ξενοδοχεία). Η όποια προσπάθεια για βελτίωση των επιδόσεων του τυποποιημένου ελαιολάδου εντός των στενών ορίων της ελληνικής επικράτειας, μπορεί να αποδώσει καρπούς, αν στοχεύσει την HORECA.
Σε περίπτωση που συνυπάρξει ένα ευέλικτο νομοθετικό πλαίσιο για άρτια συσκευασμένη, σφραγισμένη και επώνυμη πρώτη ύλη με κάποια ίσως φορολογικά` κίνητρα τόσο για τον ελαιοπαραγωγό – πωλητή όσο και το κατάστημα – αγοραστή, τότε θα έμπαιναν σε στέρεο έδαφος οι βάσεις για σταδιακή μείωση της «αυτοκατανάλωσης» και διείσδυση της εχγώριας παραγωγής στην ακριβοπληρωμένη σαλάτα του τουρίστα.
Να σημειωθεί βέβαια, πως σύμφωνα με παλαιότερη απόφαση του 2017, το χύμα λάδι πάνω στο τραπέζι απαγορεύεται και έτσι οι καταστηματάρχες θα έπρεπε να διαθέτουν μικρές τυποποιημένες συσκευασίες των 100 ως 250 χιλιοστόλιτρων προς χρήση από τον καταναλωτή, κάτι που τελικά δεν έγινε, ενώ ο μικρός αριθμός φωτεινών εξαιρέσεων χρησιμεύουν μάλλον ως επιβεβαίωση του κανόνα.
Βάσει των τότε υπολογισμών, μία σωστή υιοθέτηση του μέτρου θα μεγέθυνε το μερίδιο του τυποποιημένου κατά 10.000 τόνους ετησίως, δηλαδή ένα 4% μιας μέσης σοδειάς. Αν τώρα, δημιουργηθεί ένα πλαίσιο, με βάση το οποίο ο καταστηματάρχης δεν θα μπορεί να προμηθεύεται ως πρώτη ύλη για μαγείρεμα και dressing, το «λαδόξυδο» της σειράς, τότε μπορεί να μιλάμε ακόμη και για διπλασιασμό του μεριδίου συσκευασμένου και τυποποιημένου προϊόντος από Έλληνες παραγωγούς μέσα σε ένα αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα.
Σε πεντόλιτρα η αυτοκατανάλωση στην Ισπανία
Στην Ισπανία, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα 760/2021: α) Όταν το ελαιοτριβείο παραδίδει για αυτοκατανάλωση, τότε ο παραγωγός θεωρείται ο τελικός καταναλωτής και επομένως πρέπει να τηρούνται όλες οι προδιαγραφές, όσον αφορά τη χωρητικότητα των δοχείων (έως και 5 λίτρα), την επισήμανση, το πώμα ασφαλείας, κτλπ.
β) Όταν το ελαιοτριβείο παραδίδει το ελαιόλαδο χύμα στον ελαιοκαλλιεργητή, τότε αυτός θεωρείται επαγγελματίας διαχειριστής (operator), με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ποιοτικό πρότυπο των συναδέλφων διαχειριστών.
