Από µεριάς της, η βιοµηχανία τυποποίησης κάνει το δικό της παιχνίδι, αξιοποιώντας τις προσεκτικές αγορές έξτρα που έκανε τον Οκτώβριο στα 6,50 µε 7,50 ευρώ το κιλό και το ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα που έχουν Τυνησία, Πορτογαλία και Τουρκία σε έξοδα και τύπο καλλιέργειας, ώστε να ρίξει µέσα στις επόµενες βδοµάδες το κόστος της συσκευασµένης πρώτης ύλης που θα διαθέσει µέχρι τα Χριστούγεννα γύρω στα 5,70 µε 6,00 ευρώ το κιλό. Αυτές τις µέρες ξεκινά δειλά-δειλά και η διόρθωση στα ράφια της λιανικής σε όλη τη Μεσόγειο, ώστε να επιστρέψουν στο ελαιόλαδο οι όλοι κι όλοι 400.000 τόνοι (το 12,5% µιας µέσης παραγωγής 3,2 εκατ. τόνων) που ανακατευθύνθηκαν σε πυρηνέλαιο και σπορέλαια την περασµένη διετία.
Κοινώς, οι όποιες τιµές «προσφέρονται» σήµερα ή επικρατούν προσωρινά σε ξένες αγορές (5,00-5,50 ευρώ) απευθύνονται σε όσους καλλιεργούν εντατικά και µπορούν να βγουν εύκολα «στον αφρό», δηλαδή σίγουρα όχι στους Έλληνες παραγωγούς. Οι δύο εξωκοινοτικές χώρες, Τυνησία και Τουρκία, έχουν να προσφέρουν γύρω στους 650.000 τόνους φρέσκιας πρώτης ύλης, ποσότητα διόλου αµελητέα, που αντιστοιχεί σχεδόν σε 20% της παγκόσµιας διαθεσιµότητας, ενώ από τους εντατικούς ελαιώνες στο Αλεντέχου της Πορτογαλίας, βγαίνει πρώιµο ελαιόλαδο µε κόστος κάτω από 4 ευρώ. Αντίστοιχα, στα εγχώρια δεδοµένα, break even µε µηδέν κέρδος σε αυτές τις τιµές µπορούν να κάνουν µόνο όσοι βγάζουν 9-10 κιλά ελαιόλαδο ανά δέντρο.
Έχοντας τη γνώση του παρελθόντος και τη φετινή φορολογική ανάγκη πολλών να προβούν σε πωλήσεις τον Ιανουάριο, θα έλεγε κανείς ότι το ρίσκο αναµονής για καλύτερες τιµές από την Άνοιξη αξίζει. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως το εύρος ισορροπίας της αγοράς βάσει παγκόσµιου ισοζυγίου θα πρέπει να διαµορφωθεί µεταξύ 6 και 7 ευρώ το κιλό.
Αυξηµένη 20% η κατανάλωση Ισπανίας τον Οκτώβριο
Στο µέτωπο της κατανάλωσης, στις πρώτες εξετάσεις που έδωσε ο ισπανικός κλάδος τον Οκτώβριο, τα αποτελέσµατα ήταν ενθαρρυντικά. Σύµφωνα µε την πρώτη εκτίµηση που έδωσε στη δηµοσιότητα 11 Νοεµβρίου το υπουργείο Γεωργίας, κατά τη διάρκεια του περασµένου µήνα πωλήθηκαν (καταναλώθηκαν) 84.000 τόνοι, στους οποίους έρχονται να προστεθούν σχεδόν 20.000 τόνοι εισαγόµενου, δηµιουργώντας εκροές άνω των 104.000 τόνων, σε πλήρη εναρµόνιση µε τις αυξηµένες ποσότητες που διακινήθηκαν τους προηγούµενους µήνες. Να σηµειωθεί εδώ πως τέτοια εποχή πέρυσι, οι πωλήσεις διαµορφώνονταν σε περίπου 70.000 τόνους, άρα κατά τον πρώτο µήνα της 2024/25, οι εκροές ήταν αυξηµένες 20-22% και µάλιστα σε προϊόν αγορασμένο από τον παραγωγό σε τιµές µεταξύ 6,00 και 7,50 ευρώ το κιλό.