Μια συγκριτική ανάλυση εκμεταλλεύσεων έως 50 στρεμμάτων σε παραγωγικά κέντρα ελαιολάδου των τεσσάρων αυτών χωρών, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα, έρχεται να στρέψει την προσοχή των ελαιοπαραγωγών στη δυναμική της ανάπτυξης προσωπικών αλυσίδων διανομής ως εναλλακτική της καθιερωμένης διάθεσης του προϊόντος τους σε εμπόρους ή ελαιοτριβεία με τιμή… «ό,τι πιάσει».
Φυσικά η αναχρονιστική εκδοχή του τενεκέ σε γνωστούς και φίλους ως μια πρώιμη έκφανση των εναλλακτικών δικτύων, εξακολουθεί να υφίσταται αλλά δεν θα μπορούσε να αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία θα βασιστεί η σύγχρονη αλυσίδα εφοδιασμού ελαιολάδου μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων στην Ευρώπη.
Ελλάδα και Πορτογαλία βρίσκονται αρκετά βήματα πίσω ως προς την οργάνωση των μικρών παραγωγών σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από την έρευνα. Η χώρα μας βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο που περιστρέφουν οι Ιταλοί εισαγωγείς. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το 84% των εκμεταλλεύσεων της Ελλάδας είναι κάτω των 50 στρεμμάτων, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Πορτογαλία να ανέρχεται σε 71%, όταν Ισπανία και Ιταλία καταγράφουν στον δείκτη αυτό 54% και 65%.
Στην Ελλάδα λοιπόν η μελέτη εστιάζει στην περιοχή της Ηλείας, όπου το 55% της παραγωγής εξάγεται χύμα από μεγαλοεμπόρους ενώ το 3% τυποποιείται. Ένα επιπλέον 3% εξάγεται τυποποιημένο από ιδιωτικά ελαιοτριβεία της περιοχής με τις υπόλοιπες ποσότητες να χάνονται σε τενεκέδες μεταξύ συγγενών και φίλων, άτυπων δικτύων των παραγωγών και την ιδιοκατανάλωση.
Η Πορτογαλία ψάχνει τις ισορροπίες της ανάμεσα σε μεγάλες «πολυεθνικές» εκμεταλλεύσεις και μικρούς παραγωγούς, έπειτα από την απότομη αύξηση της παραγωγικότητας και την κατακόρυφη ανάπτυξη των επενδύσεων στην περιοχή πέριξ της λίμνης Αλκουέβα. Τα συνεργατικά δίκτυα παραγωγών σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι αποδυναμωμένα ή ανύπαρκτα, με τους Πορτογάλους μικροπαραγωγούς να τοποθετούνται ως ο πλέον αδύναμος κρίκος στην αλυσίδας εφοδιασμού, με σημαντικές ποσότητες να κατευθύνονται προς ιδιοκατανάλωση ή να χάνονται σε ανεπίσημα δίκτυα μεταξύ παραγωγών και πελατών τους.
Μοντέλο Τοσκάνης για μικρούς παραγωγούς
Όπως και στις περισσότερες υποθέσεις του κλάδου, έτσι και στην περίπτωση των μικρών παραγωγών, οι Ιταλοί ελαιοπαραγωγοί δραστηριοποιούνται στην πιο «ώριμη» πραγματικότητα. Το μοντέλο της Τοσκάνης στην περίπτωση των μικρών παραγωγών, περιλαμβάνει απευθείας εξαγωγές ελαιολάδου από την αποθήκη του παραγωγού σε επισκέπτες των εκμεταλλεύσεων. Πρόκειται για ένα μοντέλο που προφανώς βασίζεται στον τουρισμό και το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι κάθε σπίτι στην περιοχή Lucca της τοσκανικής υπαίθρου(μέρος αναφοράς της έρευνας), διαθέτει και από ένα μικρό ελαιοτριβείο. Οι υπόλοιποι ελαιοκαλλιεργητές (60% της τοπικής παραγωγής) ελαιοποιούν και τυποποιούν την παραγωγή τους στο μοναδικό συνεταιριστικό ελαιοτριβείο της περιοχής, και στη συνέχεια παραδίδουν οι ίδιοι την παραγωγή τους σε συνεργαζόμενα εστιατόρια ή καταστήματα τροφίμων. Βασικό πλεονέκτημα της περιοχής είναι το γεγονός ότι απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά και αγορές από τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και βιομηχανίες του κλάδου, γεγονός που επιτρέπει έναν βαθμό ανεξαρτησίας και ανοσίας από τα εμπορικά κόλπα των μεγάλων παιχτών. Με άλλα λόγια, σπάνια θα βρει κανείς αυθεντικό τοσκανέζικο ελαιόλαδο από μικρό παραγωγό σε δεξαμενή βιομηχανίας και κατ’ επέκταση σε μεγάλη αλυσίδα λιανικής.
Στην Ισπανία έχει ξεκινήσει και εδώ μερικά χρόνια μια διαδικασία ανεξαρτητοποίησης των μικρών παραγωγών από την κεντρική αλυσίδα εφοδιασμού. Η περιοχή Castellon μπαίνει κάτω από τον φακό των ερευνητών, ένας εκ των οποίων είναι ο καθηγητής του ΓΠΑ, Παύλος Καρανικόλας. Εκεί, το 90% του ελαιολάδου που παράγεται είναι υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένο ή παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο τυποποιείται κυρίως στα συνεταιριστικά ελαιοτριβεία της περιοχής και στη συνέχεια διατίθεται στην ευρύτερη περιοχή της Βαλένθια, σε εστιατόρια, καταστήματα delicatessen και άλλες μικρές προστιθέμενης αξίας αγορές. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση οργάνωσης των μικρών παραγωγών υπό της ομπρέλα των τοπικών συνεταιρισμών, οι οποίοι αναλαμβάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις και την συνολική διαχείριση των επιμέρους εκμεταλλεύσεων.