Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της Xylella fastidiosa στην Ιταλία, αγρότες, ιδιωτικοί και δημόσιοι οργανισμοί θα εκτελούν τακτικά στα εδάφη της αρμοδιότητάς τους τις προβλεπόμενες μεθόδους αποτροπής της εξάπλωσης του βακτηρίου.
Το σχέδιο δράσης έχει αρκετά αυστηρό χαρακτήρα και προβλέπει κυρώσεις για όσους δεν συμμετέχουν στην μάχη κατά της Xylella. Συγκεκριμένα, οι οργανισμοί που διαχειρίζονται γεωργικές επιφάνειες, δρόμους και κρατικούς χώρους πρέπει να βοηθήσουν τους αγρότες σε αυτήν την μάχη, καθώς όταν παραμελούν τις ιδιοκτησίες τους, εκείνες γίνονται δεκτικές στην μόλυνση και αποτελούν γόνιμο έδαφος για την επέκταση του παθογόνου.
Οι ειδικές επιχειρήσεις στηρίζονται στην χρήση δορυφόρων, drones και ειδικά εκπαιδευμένων σκύλων για την πρώιμη διάγνωση της μόλυνσης: Οι δορυφόροι και τα drones, μέσω ανάλυσης από απόσταση μπορούν να φανερώσουν λεπτές αλλαγές στην απόχρωση και σε άλλα στοιχεία της φυσιολογίας των ελαιόδεντρων· πρόκειται για πρόωρες ενδείξεις προσβολής από το βακτήριο που εμφανίζονται πολύ πριν μαραθούν φύλλα και κλαδιά, η επίγνωση των οποίων δίνει καλύτερες πιθανότητες προστασίας των υγιών δέντρων. Με την ίδια λογική θα χρησιμοποιηθούν και ειδικοί σκύλοι, οι οποίοι έχουν περάσει από εντατική προπόνηση μηνών προκειμένου να βρίσκουν μέσω της όσφρησης μολυσμένα ελαιόδεντρα.
Για την κατάρτιση και υλοποίηση αυτών των σχεδίων, έχουν συνεργαστεί επιθεωρητές από το Γραφείο Φυτικής Υγείας της Απουλίας, με την Ιταλική Κοινοπραξία Ελαιολάδου (Unaprol), το Εθνικό Κέντρο Έρευνας (CNR) και τον Εθνικό Οργανισμό Κυνόφιλων της Ιταλίας (ENCI). Όπως επισημαίνεται στο έγκυρο Mercacei, φορείς αυτής της προσπάθειας έχουν τονίσει την οικονομική, ιστορική και πολιτιστική σημασία των ελαιώνων, η οποία συσπειρώνει πολλούς διαφορετικούς παράγοντες για την προστασία του φυσικού τοπίου στην Ιταλία.
Υπενθυμίζεται ότι ελλείψει θεραπειών, η αναχαίτιση της ασθένειας βασίζεται κυρίως στον έγκαιρο εντοπισμό της. Πρόκειται για το σημαντικότερο προληπτικό μέτρο, καθώς η γρήγορη ανίχνευση του βακτηρίου οδηγεί στην άμεση οριοθέτηση των μολυσμένων περιοχών, την κοπή των προσβεβλημένων στελεχών, και την τακτική παρακολούθηση του ευρύτερου ελαιώνα, στρατηγικές που αποσκοπούν στην αποτροπή της εξάπλωσης.
Πρόσφατα γνωστοποιήθηκε ότι η Xylella πιθανόν να προήλθε από φυτείες καφέ της Κεντρικής Αμερικής, και να μεταδόθηκε στην Ευρώπη μέσω της μεταφοράς ενός τέτοιου καλλωπιστικού φυτού το 2008. Αυτό μάλλον εξηγεί ιδανικά τις πρώτες αναφορές μόλυνσης από Ιταλούς αγρότες το 2010, καθώς η επώαση της ασθένειας διαρκεί δύο χρόνια. Η συνέχεια είναι γνωστή, καθώς το ξέσπασμα της επιδημίας από το 2013 οδήγησε σε θάνατο εκατομμυρίων ελαιόδεντρων στην Ιταλία, και εντοπίστηκε έκτοτε σε ελαιοκαλλιέργειες της ιβηρικής χερσονήσου αλλά και της Γαλλίας.
Aξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορα πρότζεκτ τα οποία διερευνούν την ανάπτυξη νέων ειδών ελιάς, με μεγαλύτερη αντοχή απέναντι στην Xylella fastidiosa και άλλα βακτήρια: Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Life Resilience και το GEN4OLIVE, προγράμματα τα οποία χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ίσως αποβούν καθοριστικά για την επίλυση αυτού του ζητήματος μακροπρόθεσμα.
Φέτος, έπειτα από αρκετά χρόνια σημειώθηκε σημαντική αύξηση της παραγωγής στην Απουλία (+35%), και κατ’ επέκτασιν στον ιταλικό νότο· αυτό, σε συνδυασμό με τις οργανωμένες μεθόδους περιορισμού του βακτηρίου, και τις επιστημονικές μελέτες για την ανάπτυξη ανθεκτικότερων ποικιλιών, επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία.