Στην εν λόγω στατιστική αναγράφονται οι τιμές που πήραν η μέση, η χαμηλότερη και η υψηλότερη τιμή του έξτρα παρθένου ελαιολάδου στις χαρακτηριστικότερες ευρωπαϊκές αγορές του συγκεκριμένου κλάδου μεταξύ των περιόδων 2011/2012 – 2020/2021: Αυτές βρίσκονται στην Χαέν(Ισπανία), Μπάρι(Ιταλία) και Χανιά(Ελλάδα). Επίσης, αναφέρονται ενδεικτικές τιμές σε άλλες αγορές όπως της Πορτογαλίας, της Τουρκίας, της Τυνησίας και της Κροατίας.
Συγκεκριμένα, στην αγορά των Χανίων Κρήτης παρατηρούνται χαμηλότερες τιμές στο διάστημα αυτό σε σύγκριση με τις αγορές της Χαέν και του Μπάρι. Ενδεικτικά, η μέση τιμή της αξίας του έξτρα παρθένου ελαιολάδου ήταν 269.3€ ανά 100 κιλά μεταξύ των περιόδων 2011/2012 – 2020/2021. Η αντίστοιχη μέση τιμή στην Χαέν της Ισπανίας ήταν 277.3€, ενώ στο Μπάρι της Ιταλίας 419.6€. Όπως είναι λογικό με αυτά τα επίπεδα μέσων τιμών, η Ελλάδα παρουσίασε ακολούθως χαμηλότερα επίπεδα τόσο στις ανώτερες όσο και στις κατώτερες τιμές που έφτασε η αξία του έξτρα παρθένου ελαιολάδου το ίδιο διάστημα . Μεγαλύτερη τιμή που παρατηρήθηκε στα Χανιά ήταν τα 388€ ανά 100 κιλά, την στιγμή που στην Χαέν ήταν 423€ και στο Μπάρι έφτασε τα 614€. Όσον αφορά την κατώτατη τιμή, στην Χαέν και στο Μπάρι ήταν 174.3€ και 223€ ανά 100 κιλά αντίστοιχα, ενώ στα Χανιά κατακρημνίστηκε στα 0€.
Το μόνο στοιχείο στο οποίο παρατηρείται άνοδος της ελληνικής πλευράς αφορά τα πιο πρόσφατα δείγματα τιμών και την σύγκρισή τους με ανάλογες τιμές της σοδειάς του προηγούμενου έτους. Στα εν λόγω στατιστικά, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο στα Χανιά Κρήτης βρίσκεται στα 315€, πιο χαμηλά από τις αγορές της Χαέν και του Μπάρι(330€ και 390€ αντίστοιχα), ωστόσο η τιμή αυτή αντανακλά μεγαλύτερο ποσοστό ανόδου από την προηγούμενη σοδειά για την ελληνική πλευρά. Συγκεκριμένα, στα Χανιά σημειώθηκε αύξηση 35.5%, στην Χαέν η αύξηση ήταν της τάξεως του 32.2%, ενώ στο Μπάρι η τιμή μειώθηκε κατά 18.8%.
Τα χαμηλά επίπεδα μέσων τιμών της ελληνικής πλευράς της τελευταίας δεκαετίας αναδεικνύουν μια γενική υποτίμηση της αξίας του ελαιολάδου η οποία πλήττει την πραγματική αξία του προϊόντος. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι λίγο πιο ενθαρρυντικά, σε κάθε περίπτωση όμως είναι σημαντικό να γίνουν βήματα που θα στηρίξουν τους Έλληνες παραγωγούς και θα τονώσουν την οικονομία του εγχώριου κλάδου.
