Όλα αυτά, σε µια όψιµη χρονιά µε τη συγκοµιδή να µην έχει κορυφωθεί ακόµα, ενώ φαίνεται ξεκάθαρα πλέον πως η απόδοση καρπού σε λάδι θα είναι σηµαντικά περιορισµένη. Υπό αυτή την έννοια, οι αρχικές εκτιµήσεις περί διατήρησης της αγοράς στα υψηλά του εύρους εξακολουθούν να υποστηρίζονται από τα θεµελιώδη, όσο προς το παρόν το κοµµάτι της κατανάλωσης δείχνει ικανό να υποστηρίξει έναν νέο ανοδικό κύκλο.
Αντίστοιχες πιέσεις ασκούνται στην τιµή παραγωγού της Ιταλίας, όπου και εκεί η µέση τιµή στην αγορά του Μπάρι διαµορφώνεται στα 4,30 ευρώ από τα 4,40 και τα 4,50 ευρώ που έγραφε τις προηγούµενες εβδοµάδες και ας συρρικνώνονται τα αποθέµατα της χώρας κοντά στους 138.000 τόνους, ήτοι 21% κάτω από τα περσινά. Όµως και η Ισπανία κατέγραψε στοιχεία πωλήσεων Οκτωβρίου µε τιµή στους 150.000 τόνους, µετριοπαθές µεν επίπεδο που όµως σε καµία περίπτωση δεν δίνει σήµα για ανησυχία, πανικό και απώλεια του ανοδικού µοµέντουµ.
Οι πιέσεις έρχονται σε µια χρονιά κατά την οποία οι παραγωγές είναι µειωµένες και τα κόστη παραγωγής στον ελαιώνα ενισχύονται σταθερά εξαιτίας της αστάθειας στην αγορά ενέργειας. Η βασική ανάγνωση λοιπόν της κατάστασης, θέλει τις ευµετάβλητες παραµέτρους της φετινής συγκυρίας, δηλαδή τα επίσης αυξηµένα βιοµηχανικά έξοδα, να µετακυλίονται στους παραγωγούς, µε τη βιοµηχανία µεταποίησης να τους αντιµετωπίζει ξανά ως τον πιο αδύναµο κρίκο της αλυσίδας αξίας του προϊόντος.
Συγκεκριµένα, άνθρωποι της αγοράς σε Ελλάδα και Ιταλία, βλέπουν τις προσπάθειες διόρθωσης των τιµών να ξεκινούν από τη βιοµηχανία και τους µεσίτες, ως µια οικονοµική αντασφάλιση απέναντι στα αυξηµένα κόστη εµφιάλωσης και µεταφοράς.
Με άλλα λόγια, επιχειρείται να µαζευτεί η τιµή παραγωγού, προκειµένου να απορροφήσουν µε µεγαλύτερη άνεση οι ενδιάµεσοι τις αυξήσεις 20 µε 35% στις γυάλινες φιάλες και τα µεταλλικά δοχεία, αλλά και το υπερβολικό 600% στα ναύλα προκειµένου να µην φτάσει αυτό στους πελάτες τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένα 20αρι κοντέινερ για να φτάσει στο Σίδνεϋ από την Κρήτη, στοιχίζει φέτος κοντά στα 4.500 δολάρια, από 800 δολάρια πέρυσι.
Ταυτόχρονα επιχειρείται και µια τεχνητή εµπορική νηνεµία στα βασικά αγοραστικά κέντρα της Λακωνίας, της Κρήτης και του Μπάρι. Χωρίς βέβαια να υπάρχει και µεγάλη παραγωγή για να εµπορευτούν. Το ρεπορτάζ θέλει τη συγκοµιδή στη Λακωνία να έχει φρενάρει, αφού ο καρπός δεν έχει ακόµα ωριµάσει αρκετά.
Συνδυαστικά, αναπτύσσεται και µια ρητορική που θέλει την κατανάλωση να έχει υποχωρήσει εξαιτίας µικρών ανατιµήσεων που έγιναν στα ράφια της Ιβηρικής, ως συνέχιση µιας επιχειρηµατολογίας που ξεκινά από την Ισπανία και πλέον υιοθετείται τυφλά σε Ελλάδα και Ιταλία, κάτι όµως που δεν βλέπουν στελέχη της ελληνικής αγοράς ελαιολάδου µε ισχυρή εµπορική παρουσία σε ολόκληρο τον κόσµο. Το αντίθετο µάλιστα, φαίνεται ότι οι ελληνικές εταιρείες εξαγωγής και ειδικά οι ανερχόµενες κερδίζουν µερίδια, κάτι που µακροπρόθεσµα µόνο αισιοδοξία γεννά για µια απαγκίστρωση της εγχώριας αγοράς από τις αναχρονιστικές πρακτικές των Ιταλών και Ισπανών µεγαλεµπόρων.
Με 2,40 ευρώ το κιλό πληρώνεται η Αµφίσσης στον Ελαιώνα, σκούπα στο 1,80 ευρώ για Καλαµών
Σκούπα µε 2,20 µέχρι και 2,40 ευρώ το κιλό για τις ελιές Αµφίσσης φέτος, σε µια εντυπωσιακή ενίσχυση της τιµής παραγωγού, που πέρυσι πληρώθηκε µε το ζόρι 80 λεπτά, σε µια εξέλιξη που µαρτυρά τη δυναµική επιστροφή της ζήτησης στις διεθνείς αγορές. Οι διαθέσιµες ποσότητες φέτος είναι λίγες εξαιτίας της ακαρπίας που έπληξε την κεντρική Ελλάδα, µε τους µεταποιητές να ανταγωνίζονται µεταξύ τους ώστε να εξασφαλίσουν ικανό για τις ανάγκες τους καρπό.
Ταυτόχρονα µε ενιαία τιµή στα 1,80 ευρώ το κιλό φεύγουν οι λιγοστές ελιές Καλαµών, µε τις εµπορικές πράξεις να είναι περιορισµένες, αφού σύµφωνα µε το ρεπορτάζ οι περισσότεροι παραγωγοί αποθηκεύουν τη συγκοµιδή τους, εκτιµώντας ότι η αγορά θα δώσει ακόµα υψηλότερες τιµές τους επόµενους µήνες. Άλλωστε λίγο καιρό πριν τη συγκοµιδή πράξεις για περσινά αποθέµατα γίνονταν στο επίπεδο των 2 ευρώ το κιλό, µε τις ανάγκες της µεταποίησης να µην έχουν ακόµα καλυφθεί.