Η ενημέρωση αυτή έγινε από το Περιφερειακό Κέντρο Προστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Ηρακλείου, προκειμένου οι καλλιεργητές να ενημερωθούν για ένα από τα βασικότερα προβλήματα της παραγωγής της περασμένης χρονιάς, όπως και να παραμείνουν σε εγρήγορση για επιλογές οι οποίες θα εξασφαλίσουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τους ελαιώνες τους από εδώ και πέρα.
Στο πλαίσιο αυτό, η σχετική ανακοίνωση αναφέρει ότι η επικαιροποίηση των τεχνικών δελτίων θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή από τους αγρότες, καθώς αποτελεί έναν σύμμαχο ως προς τις έγκαιρες παρεμβάσεις που απαιτούν οι επιμέρους συνθήκες κάθε περιόδου: Ως γενική οδηγία για την επόμενη παραγωγική περίοδο, αναφέρεται η ορθή μέριμνα λίπανσης, η οποία θα πρέπει να συνοδεύεται από τακτικές αναλύσεις εδάφους ή φυλλοδιαγνωστικής, για την διαπίστωση της θρεπτικής επάρκειας κάθε ελαιώνα. Επιπλέον, το επιμελές κλάδεμα καρποφορίας θα αποδεσμεύσει σημαντικό μέρος των φυτοπαρασίτων, ακόμα και σε ασυγκόμιστους ελαιώνες που φέρουν ένα μεγαλύτερο μικροβιακό φορτίο το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα «χτυπήσει» την επόμενη σοδειά.
Όσον αφορά τα συμπεράσματα για την περασμένη παραγωγική περίοδο στην Κρήτη, η βασική διαπίστωση είναι μία σημαντική ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ελαιοκάρπου, η οποία αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες μολύνσεις από δάκο, λόγω της πληθυσμιακής «έκρηξης» του εντόμου που προκάλεσαν οι συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας το περασμένο φθινόπωρο. Η εικόνα αυτή διαμορφώθηκε έπειτα από ενδελεχείς αναλύσεις ελαιοκάρπου που έλαβαν χώρα σε εξειδικευμένα εργαστήρια οργανισμών όπως το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, το ΕΛΓΟ-Δήμητρα Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου, η Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και το Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας και Βακτηριολογίας· αξιοποιήθηκαν επίσης μακροσκοπικές βιολογικές παρατηρήσεις για πιθανές παθογένειες της ελιάς καθώς και μετεωρολογικά δεδομένα από 12 Αυτόματους Τηλεμετρικούς Μετεωρολογικούς Σταθμούς.
Η ζημιά του δάκου ήταν διπλή, καθώς οι τραυματισμοί του ελαιοκάρπου που προκάλεσαν οι δραστηριότητες του εντόμου, οδήγησαν σε δευτερογενείς μολύνσεις από διάφορους μύκητες· τέτοια παραδείγματα ήταν οι προσβολές από μύκητες που ανήκουν στα γένη των Κερκοσπόρων, των Σαπόβουλων και της Αλτερνάρια. Οι αναφορές αυτές, συνοδεύονται από την διευκρίνιση ότι σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες οι εν λόγω μολύνσεις θα περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες. Φαίνεται λοιπόν ότι το ιδιαίτερο εύρος θερμοκρασιών και υγρασίας της περασμένης σεζόν, οδήγησε σε υπερβολική παρουσία τόσο του δάκου όσο και άλλων μολυσματικών παραγόντων, ο συνδυασμός των οποίων λειτούργησε αρνητικά για την φετινή παραγωγή ελαιολάδου στην Κρήτη.
Τέλος, στην σχετική ανάρτηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επισημαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις, όταν ο προσβεβλημένος από δάκο ελαιόκαρπος παραμένει στα δέντρα, η μορφή που παίρνει κατόπιν αφυδάτωσης δημιουργεί σύγχυση διότι θυμίζει τα συμπτώματα του γλοιοσπορίου. Στην περίπτωση των δειγμάτων που ήταν αντιπροσωπευτικά της κρητικής παραγωγής, διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένος μύκητας δεν περιλαμβάνεται στις αιτίες υποβάθμισης της πρόσφατης συγκομιδής· άλλωστε δεν είναι ενδημικός στην Κρήτη μέχρι σήμερα.
