του Λευτέρη Καπερνάρου
Αυτή είναι η γενική εικόνα που δίνει ένα ενημερωτικό φύλλο του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας: Τα δεδομένα αυτά αφορούν την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2021 – Σεπτεμβρίου 2022 και δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις «κλειδωμένα»: Για παράδειγμα, ναι μεν τα νούμερα της παραγωγής έχουν ουσιαστικά κλείσει, ωστόσο οι εκτιμήσεις για το εμπόριο και την κατανάλωση βασίζονται σε πρόωρους υπολογισμούς.
Η παραγωγή ελαιολάδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2021-22 έφτασε τους 1.974.000 τόννους. Η περυσινή περίοδος είχε ξεπεράσει τους 2 εκατομμύρια τόννους (2.051.000), ενώ την περίοδο 2019-20 βρισκόταν χαμηλότερα και από τις δύο πιο πρόσφατες χρονιές (1.920.000 τόννοι)· παρατηρούμε λοιπόν καταρχήν μία μείωση της παραγωγής της ΕΕ κατά 77.000 τόννους. Σε αυτήν, ενσωματώνεται και η ελληνική παραγωγή, για την οποία αν και οι πρώτες εκτιμήσεις έλεγαν ότι θα έμενε σταθερά στους 275.000 τόννους (επίδοση της σεζόν 2020-21), εν τέλει έπεσε στους 225.000 τόννους.
Πάντως, τονωμένα είναι τα νούμερα της κατανάλωσης, των εισαγωγών, και των εξαγωγών, κάτι που αν μη τι άλλο δείχνει την εξωστρέφεια του προϊόντος στην διεθνή αγορά: Ειδικά μετά την πανδημία, πολλοί καταναλωτές παγκοσμίως δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μεσογειακά πρότυπα διατροφής, στα οποία το ελαιόλαδο είναι βασικό συστατικό. Αυτός είναι ένα από τους λόγους των ενισχυμένων εξαγωγών των ελαιοπαραγωγικών δυνάμεων, καθώς και των περισσότερων εισαγωγών από χώρες-καταναλωτές. Στην απήχηση του ελαιολάδου διεθνώς ως υγειοπροστατευτικό προϊόν, έχει συμβάλλει και η εξέλιξη του μάρκετινγκ στον κλάδο.
Η κατανάλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζεται σε 1.505.000 τόννους ελαιολάδου για το 2021-22, ενώ πέρυσι ήταν ελαφρώς μικρότερη (1.476.000 τόννοι). Ανεβασμένα είναι και τα αντίστοιχα νούμερα της παγκόσμιας κατανάλωσης κατά την φετινή σεζόν, εν σχέσει με το 2020-21.
Όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς άλλες διεθνείς αγορές εκτός ΕΕ, εκτιμώνται προς το παρόν σε 830.000 τόννους, ενώ την περασμένη σεζόν δεν ξεπέρασαν τους 804.000 τόννους. Αντίστοιχα, οι παγκόσμιες εξαγωγές ελαιολάδου είναι ανεβασμένες από 1.108.000 τόννους πέρυσι, σε 1.189.000 φέτος, δίχως να συνυπολογίζονται οι εξαγωγές που έγιναν από κράτη-μέλη της ΕΕ εντός της Κοινότητας.
Τα νούμερα των εισαγωγών ελαιολάδου έρχονται επίσης να «αντιτεθούν» στην μειωμένη παραγωγή, έστω και αν στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ιδιαίτερα μικρά, καθώς οι μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγικές χώρες είναι μέλη της και στα στοιχεία αυτά υπολογίζονται μόνο οι εισαγωγές από χώρες εκτός του ευρωπαϊκού μπλοκ: Ακόμα κι έτσι πάντως, είναι αυξημένα από την σεζόν 2020-21 (167.500 τόννοι εισαγωγής), καθώς φέτος προβλέπεται να φτάσουν τους 210.000 τόννους.
Η αύξηση των εισαγωγών ελαιολάδου φέτος επιβεβαιώνεται και στις περιπτώσεις μη ελαιοπαραγωγικών χωρών εκτός ΕΕ, έστω κι αν ο βαθμός ανόδου δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα σημαντικός. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ οι εισαγωγές ελαιολάδου την τρέχουσα σεζόν εκτιμάται ότι θα φτάσουν τους 410.000 τόννους, ενώ πέρυσι η αντίστοιχη ποσότητα υπολειπόταν κατά 30.0000 τόννους. Σε άλλες βασικές διεθνείς αγορές, όπως του Καναδά, της Βραζιλίας, της Ιαπωνίας και της Ρωσίας επίσης ανέβηκαν οι εισαγωγές φέτος, έστω και σε μικρό ποσοστιαίο βαθμό.
Φυσικά, το έντονο εμπόριο είναι επακόλουθο της μεγαλύτερης ζήτησης του ελαιολάδου. Η τελευταία αποτελεί γενικό φαινόμενο, που μάλλον το επόμενο διάστημα θα ενταθεί στις κοινοτικές αγορές, λόγω της έλλειψης ηλιελαίου και αραβοσιτέλαιου που «επιβάλλει» διεθνώς η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία. Το αν η στροφή περισσότερων καταναλωτών προς το ελαιόλαδο θα περιορίσει τις επιπτώσεις της στις εγχώριες αγορές των κρατών-μελών της ΕΕ, ή αν θα επηρεάσει και τις εξαγωγές του τομέα είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα.