Αγροτικοί συνεταιρισμοί εκφράζουν διάφορους προβληματισμούς για τις προτάσεις της νέας ΚΑΠ, η οποία είναι ευθυγραμμισμένη με την Πράσινη Συμφωνία των 27 μελών του ευρωπαϊκού μπλοκ. Η ευρωπαϊκή πολιτική υποστηρίζει ένα πιο βιώσιμο σύστημα παραγωγής τροφίμων, με την προώθηση περιβαλλοντικών πρακτικών στον γεωργικό τομέα, εκπρόσωποι του οποίου ωστόσο θεωρούν ότι σε αυτά τα πλάνα δεν υπάρχει μέριμνα για παραγωγούς των οποίων τα έξοδα συνεχώς αυξάνονται.
Κάθε παραγωγική δραστηριότητα συνοδεύεται από έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, και για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να εκμηδενίσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030, καθώς και να εκμηδενίσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το 2050.
Στο επίσημο πλαίσιο της ΚΑΠ, για τον περιορισμό των ρύπων υπάρχουν σχέδια για αύξηση των εκτάσεων που προορίζονται για βιολογικές καλλιέργειες, μείωση της χρήσης λιπασμάτων με βάση τις πετροχημικές ουσίες, και περιορισμό της χρήσης των αντιβιοτικών στην εκτροφή των ζώων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια γεωργική δραστηριότητα με ιδιαίτερο οικολογικό προσανατολισμό είναι η ελαιοκομία, καθώς τα ελαιόδεντρα έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και να το αποθηκεύουν στο έδαφος. Στο πλαίσιο αυτό γίνονται προσπάθειες για επιβράβευση των ελαιοαλλιεργητών που ακολουθούν περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές. Σχετικό παράδειγμα είναι το πρόγραμμα Alberami στην Ιταλία, σύμφωνα με το οποίο υπολογίζεται το ισοζύγιο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ελαιώνων, και το οποίοι επιβραβεύει οικονομικά τους ιδιοκτήτες τους για κάθε επιπλέον τόννο ρύπων που δεσμεύεται από την ατμόσφαιρα.
Γεγονός ωστόσο είναι ότι φορείς του παραγωγικού κλάδου αισθάνονται ότι οι επίσημες πολιτικές βιωσιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνοδεύονται από την κατάλληλη υποστήριξη για τους αγρότες, των οποίων το ήδη μικρό περιθώριο κέρδους τείνει να συρρικνωθεί από την άνοδο των εξόδων παραγωγής. Όπως επισημαίνεται στο έγκυρο ρεπορτάζ των Olive Oil Times, όσοι ζουν από την γεωργική δραστηριότητα είναι εκτεθειμμένοι από την επερχόμενη ΚΑΠ, από την άποψη ότι δεν αντιμετωπίζονται ως προτεραιότητα για την διανομή ενισχύσεων.
Επιπροσθέτως, οι πράσινοι προσανατολισμοί της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής επιτάσσουν την αποτελεσματικότερη χρήση των φυσικών πόρων και την προώθηση γεωργικών μεθόδων ακριβείας, που απαιτούν σύγχρονα εργαλεία όπως drones και αισθητήρες. Προκειμένου η επίτευξη των παραπάνω να είναι δυνατή, προϋπόθεση είναι η αναβάθμιση των γεωργικών συστημάτων, η ψηφιοποίηση αρκετών διαδικασιών, και γενικότερα ο ραγδαίος εκμοντερνισμός του τομέα, πράγματα τα οποία απαιτούν φυσικά πολλά έξοδα. Αυτό όμως αντιμετωπίζεται από μερικούς φορείς του αγροτικού χώρου ως κάτι παράλογο, δεδομένου ότι προκύπτουν νέες οικονομικές επιταγές δίχως να έχει στηθεί ένα συντονισμένο υπόβαθρο χρηματικής στήριξης, και μπορεί να ωθήσει ευρωπαϊκές χώρες σε μεγαλύτερες δαπάνες προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην διεθνή αγορά.
Υπάρχει ο φόβος ότι οριστικοποίηση των προτάσεων αυτό θα λειτουργήσει αρνητικά για ολόκληρο τον γεωργικό τομέα, καθώς το μεγάλο κόστος παραγωγής θα οδηγήσει σε πολύ υψηλές τιμές και υπερχρέωση των καταναλωτών. Επιπλέον,ο ανισομερής χαρακτήρας των απαιτήσεων τεχνολογικής αναβάθμισης με την οικονομική πραγματικότητα των παραγωγών, δημιουργεί τον κίνδυνο να εξαρτηθούν τομείς της ευρωπαϊκής παραγωγής από τις εισαγωγές, καθώς αγορές όπως της Ισπανίας, της Ιταλία και της Ελλάδα ενδέχεται να μείνουν εκτεθειμένες απέναντι σε άλλες ανταγωνιστικές δυνάμεις στις διεθνείς αγορές.
Από αυτά προκύπτει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ χρειάζεται να προβούν σε κινήσεις που θα αφομοιώσουν κατά το δυνατόν καλύτερο τρόπο τις επιταγές της νέας ΚΑΠ, έτσι ώστε παράλληλα με την υλοποίηση των σχεδίων βιωσιμότητας, να διαμορφωθούν πολιτικές τιμών που θα προστατεύουν οικονομικά τους παραγωγούς.