του Λευτέρη Καπερνάρου
Βέβαια, η τάση αυτή παρατηρείται σε κάποιο βαθμό και σε διεθνές επίπεδο, με χαρακτηριστικό στοιχείο ότι η παγκόσμια παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς για την περίοδο 2021 – 2022 υπολογίζεται ότι είναι κατά 6% μικρότερη του μέσου όρου της εξαετίας 2016-2021. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με επικαιροποιημένες αναφορές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανέρχεται φέτος σε 2.772.000 τόννους, την στιγμή που η μέση τιμή των τελευταίων 6 ετών τοποθετείται κοντά στους 2.955.000 τόννους.
Πάντως, τα διεθνή νούμερα μαρτυρούν αύξηση 3% από την σεζόν 2020-2021, κατά την οποία η παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς βρισκόταν ακόμα χαμηλότερα, στους 2.702.000 τόννους. Αν μη τι άλλο, αυτό δείχνει ότι μέσα στο γενικότερο πλαίσιο μειωμένης παραγωγής της επιτραπέζιας ελιάς τα τελευταία χρόνια διεθνώς, διαφαίνεται πλέον μία τάση ανάκαμψης.
Αντίθετα, η ελληνική παραγωγή της περιόδου 2021-2022 κρίνεται αρνητική, τόσο σε σύγκριση με τους μέσους όρους των τελευταίων έξι ετών, όσο και με τα στοιχεία του 2020-2021. Μάλιστα, η πτωτική καμπύλη της πρόσφατης εξαετίας δυστυχώς εντείνεται από τα πιο πρόσφατα στατιστικά, παρά εξομαλύνεται: Διότι τα φετινά νούμερα είναι 24% χαμηλότερα από τις μέσες τιμές του διαστήματος 2016-2021, αλλά και 28% χαμηλότερα από την περασμένη σεζόν.
Η ελαττωμένη παραγωγή της Ελλάδας οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες του περασμένου έτους, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από «απουσία» χειμώνα, αιφνίδιους παγετούς την άνοιξη, και ανομβρία τους καλοκαιρινούς μήνες: Φαινόμενα τα οποία έριξαν σημαντικά τον πήχη συγκομιδής για παραδοσιακές ποικιλίες ελιάς, οπως η Αμφίσσης, η Καλαμών και η Χαλκιδικής, και διαμόρφωσαν ένα «λειψό» σκηνικό στον εγχώριο κλάδο για φέτος.
Ένα ακόμα αρνητικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η φετινή καθίζηση της ελληνικής πλευράς βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τις θετικές τάσεις των μεσογειακών ελαιοπαραγωγικών δυνάμεων: Κατά 18% ενισχύθηκε φέτος η παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς σε Ισπανία και Ιταλία, και κατά 38%(!) στην Πορτογαλία. Σε ανάλογη σύγκριση με τους μέσους όρους της τελευταίας εξαετίας, παρατηρούμε πως Ισπανία και Ιταλία επιβεβαιώνουν την ανοδική τάση(+17% και 18%) αντίστοιχα, αντίθετα από την περίπτωση της Ελλάδας(-24%), ενώ το αρνητικό πρόσημο της Πορτογαλίας(-4%) μαρτυράει πως η φετινή αλματώδης αύξηση περισσότερο αποκαθιστά τα νορμάλ στάνταρ της πορτογαλικής παραγωγής στην επιτραπέζια ελιά, παρά δηλώνει μία πρωτόγνωρη φάση ανάπτυξης του τομέα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι τα θετικά νούμερα των δύο βασικότερων ελαιοπαραγωγικών χωρών (Ισπανία, Ιταλία) λειτουργούν ως σωσίβιο για την ευρωπαϊκή παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς από το 2016 (+6%), απομακρύνοντάς την από την κάμψη που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο (-6%) το αντίστοιχο διάστημα. Η συρρίκνωση της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο την τελευταία εξαετία -που προαναφέρθηκε στην πρώτη παράγραφο- οφείλεται κυρίως στην μειωμένη παραγωγή εκτός ΕΕ, η οποία φτάνει το 11% όπως φαίνεται και στην σχετική έκθεση της ΕΚ.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σε περιόδους που υπάρχει έλλειμμα παραγωγής αλλά και έμφαση στις εξαγωγές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι πιθανό να προκύψουν κενά στην ενδοευρωπαϊκή ζήτηση, τα οποία «μπαλώνονται» με αυξημένες εισαγωγές επιτραπέζιας ελιάς από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες του τομέα. Τα διαγράμματα της Κομισιόν για τις εμπορικές συναλλαγές της ΕΕ περιλαμβάνουν ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις που αναδεικνύουν αυτήν την σχέση: Για παράδειγμα, την τελευταία διετία οι εισαγωγές από χώρες όπως το Μαρόκο, η Αίγυπτος, και η Τουρκία (κατά σειρά μεριδίου) κυμαίνονται γύρω στις 37.000 τόννους συνολικά, την στιγμή που μεταξύ 2016-2019, η στάθμη ήταν αρκετά πιο χαμηλά, στις 30.000 τόννους περίπου. Το άλμα των εισαγωγών που παρατηρήθηκε το 2020, κοντά στις 40.000 τόννους, συμπίπτει με την μεγαλύτερη πτώση της ευρωπαϊκής παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς των τελευταίων έξι ετών.
