Στις τρεις κορυφαίες χώρες εξαγωγών ελαιολάδου(Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία), τόσο η φύτευση ελαιοδέντρων όσο και η συλλογή του ελαιοκάρπου αυτοματοποιούνται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της παραγωγής, την εξασφάλιση καλής ποιότητας και την αύξηση των προοπτικών κέρδους. Ειδικότερα, όπως φαίνεται από την αναφορά της Indexbox, οι τρεις αυτές ελαιοπαραγωγικές χώρες θα επωφεληθούν από την αυξανόμενη ζήτηση ελαιολάδου σε αγορά της Ασίας. Επιπλέον, ειδικά οι δύο ιβηρικές χώρες θα ωφεληθούν επιπλέον από την ενίσχυση των εξαγωγών προς την Λατινική Αμερική.
Όσον αφορά την Ελλάδα, δεν εντάσσεται στην ίδια κατηγορία με τις προαναφερθέντες ελαιοκομικές δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν αυτοματοποιεί με τον ίδιο ρυθμό της καλλιέργειές της. Ωστόσο, αναμένεται να διατηρήσει την σημαντική της θέση στην παγκόσμια ελαιοκομία και τις εξαγωγές, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται μία μείωση των καλλιεργούμενων εδαφών. Το 2020, στην Ελλάδα αντιστοιχούσε το 10% των παγκόσμιων εξαγωγών, πίσω από Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, οι οποίες αθροιστικά αντιπροσώπευαν το 87% των παγκόσμιων εξαγωγών.
Γεγονός είναι βέβαια ότι ο ανταγωνισμός στον τομέα της ελαιοκομίας εντείνεται, λόγω της δυναμικής δραστηριοποίησης χωρών του νοτίου ημισφαιρίου στον κλάδο, με παραδείγματα την Τυνησία και το Μαρόκο. Αυτό πάντως δεν πρόκειται να επηρεάσει την ανοδική πορεία των ευρωπαϊκών εξαγωγών ελαιολάδου, την στιγμή που η ευρωπαϊκή παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί κατά 13% ως το 2030, όπως φαίνεται και στην σχετική έκθεση της Κομισιόν EU Agricultural Outlook 2021-2031.
Επιπλέον, σύμφωνα με την μελέτη αυτή, εκτιμάται ότι ο μέσος όρος κατανάλωση ελαιολάδου ανά άτομο θα μειωθεί ελαφρώς στις μεσογειακές ελαιοκομικές χώρες αθροιστικά (Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία), και ταυτόχρονα θα παρουσιάσει μικρή αύξηση στο σύνολο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών.
Εντωμεταξύ, συλλογικές δράσεις όπως το GEV4OLIVE, συμβάλλουν στην πρόκριση νέων ποικιλιών ελιάς, ανθεκτικότερων στην κλιματική αστάθεια αλλά και γενικότερα στις περιβαλλοντικές απειλές. Η προώθηση των νέων ειδών θα λειτουργήσει ως αντίβαρο απέναντι σε προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή, η ανομβρία, τα βακτήρια και η έλλειψη νερού, οι οποίες απειλούν να περιορίσουν την ανάπτυξη της παραγωγής στον μεσογειακό χώρο.