Τις κινητήριες δυνάµεις πίσω από τις εντυπωσιακές επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών εξετάζει η ∆ιεύθυνση Οικονοµικής Ανάλυσης της ΕΤΕ στα πλαίσια της σειράς µελετών «Τάσεις του Επιχειρείν», εντοπίζοντας από τη µία πλευρά το ελαιόλαδο και από την άλλη τις πράσινες τεχνολογίες.
Μεταφέροντας την ανάλυση σε επίπεδο κλάδων, παρατηρείται σηµαντική απόκλιση επιδόσεων το τελευταίο τρίµηνο, µε σχεδόν ισάριθµούς ανοδικούς και πτωτικούς κλάδους. Θετικά ξεχώρισαν κυρίως κλάδοι υψηλής τεχνολογίας, καθώς µαζί µε τα µηχανήµατα (+17%), εντυπωσιακά κινήθηκαν και τα φάρµακα, σηµειώνοντας την υψηλότερη επίδοση (+20% ετησίως) αλλά και το µεγαλύτερο εύρος διείσδυσης σε αγορές προορισµού (ανοδικές 7 στις 10 περιοχές).
Ακολουθούν τα τρόφιµα, µε αύξηση 10%, κυρίως λόγω της εξαιρετικής επίδοσης στο ελαιόλαδο, ενώ έντονες αποκλίσεις εµφανίστηκαν µεταξύ των υπολοίπων προϊόντων (-5% για το σύνολο λοιπών τροφίµων.
Εµβαθύνοντας σε επίπεδο επιµέρους προϊόντων επαληθεύεται το µειωµένο εύρος στήριξης εξαγωγών, µε άνοδο µόνο στα 4 από τα 10 µεγαλύτερα εξαγωγικά προϊόντα. Ειδικότερα, το ελαιόλαδο ξεχώρισε µε διαφορά (+157%) επωφελούµενο από την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία), ενώ µαζί µε τη φέτα και τον καπνό σηµείωσε υψηλά 6ετίας. Επίσης ανοδικό ήταν το αλουµίνιο, επιστρέφοντας ωστόσο σε επίπεδα 2020.
Στον αντίποδα, χαλκός, ελιές, φρέσκα ψάρια και βαµβάκι παρουσιάζουν έντονη πτώση (έως και -25%), σε µεγάλο βαθµό διορθώνοντας προηγούµενες κάθετες ανόδους.
Όσον αφορά τα µικρότερα προϊόντα, εντονότερες αυξήσεις όγκου εξαγωγών εντοπίζονται κυρίως σε φρούτα και τεχνολογικό εξοπλισµό, ενώ εντονότερες πτώσεις παρατηρούνται κυρίως σε προϊόντα ένδυσης και µετάλλων.
Μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης
«Οι ευνοϊκές συνθήκες για την ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου το 2022 (υψηλό 6ετίας), σε συνδυασµό µε προβλήµατα ξηρασίας που έπληξαν την παραγωγή στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου, και ιδίως στην Ισπανία (-48% το 2022), οδήγησαν σε ισχυρή διεθνή ζήτηση για ελληνικό ελαιόλαδο», αναφέρει η µελέτη. Συγκεκριµένα, η χώρα µας επιτυγχάνει υψηλό 20ετίας σε όγκους εξαγωγών, διπλασιάζοντας το µερίδιο της στην παγκόσµια παραγωγή (σε 13% από 7%) και παράλληλα ενισχύοντας τις τιµές της (+37%).
Πέρα από την τρέχουσα θετική συγκυρία, εµβαθύνοντας στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των εξαγωγών του παραδοσιακού αυτού ελληνικού προϊόντος, διαπιστώνεται στη µελέτη ότι τα περιθώρια ανάπτυξης είναι εξαιρετικά υψηλά, µε την κατάλληλη στρατηγική τοποθέτηση. Ειδικότερα, µεγάλο µέρος (της τάξης του 70%) των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Ιταλία και την Ισπανία, µε τιµή η οποία είναι κατά 25% χαµηλότερη από εκείνη που απολαµβάνουν οι ελληνικές εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες προορισµού.
Η απόκλιση αυτή ουσιαστικά αντικατοπτρίζει τον χαµηλό βαθµό τυποποίησης της ελληνικής παραγωγής (σχεδόν 30%, έναντι 70% στην Ισπανία και σχεδόν 100% στην Ιταλία) που λειτουργεί ανασταλτικά για την προώθησή του ως επώνυµο προϊόν στο εξωτερικό.