Ένα αποδοτικό συνεργείο με 5 άτομα μπορεί να μαζέψει γύρω στα 2.000 κιλά καρπό, με ένα υπολογιζόμενο κόστος από 250 έως 300 ευρώ. Ένας λοιπόν παραγωγός που μαζεύει 15.000 κιλά ελαιόκαρπο, υπολογίζει να βγάλει γύρω στους 3 τόνους προϊόν και θα πρέπει να υποστεί ένα έξοδο σχεδόν 2.000 ευρώ. Παραδοσιακά, το τσεκ πριν την 28η Οκτωβρίου χρησίμευε προς κάλυψη αυτών των αναγκών, ώστε ο παραγωγός να έχει προϊόν δίχως να έχει ήδη «μπει μέσα». Οι σταδιακές περικοπές των επιδοτήσεων και ειδικά φέτος, η ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση με την πληρωμή του ΟΠΕΚΕΠΕ, υποχρεώνει πολλούς να δεσμευτούν από πολύ νωρίς σε χαμηλότερες τιμές από κείνες της μεσογειακής αγοράς.
Αυτές τις μέρες καταγράφονται ασυνήθιστα πολλές για την εποχή πράξεις, ενώ η παρούσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η «χαρά του εμπόρου». Από τα 7 ευρώ που άνοιξε η αγορά σε Μεσσηνία και Κρήτη την περασμένη Παρασκευή, μια μόλις εβδομάδα μετά το εμπόριο επανήλθε συντονισμένα με τιμές στα 6,60 και 6,80 ευρώ το κιλό, ενώ από βδομάδα ήδη λέγεται από στόμα σε στόμα πως οι τιμές θα πέσουν στα 6,20-6,40 ευρώ το κιλό, όταν η υπόλοιπη Μεσόγειος κρατάει τα 7 ευρώ, ή δοκιμάζει και τα 8 ευρώ για τα καλά πρωτόλαδα.
Σε θέση να κρατήσει τα 7 ευρώ το έξτρα, ένα στοίχημα 400.000 τόνων κρίνει την συνέχεια στις τιμές
Xρονιά εξοµάλυνσης και όχι υπερπλεονάσµατος η φετινή για την ευρωπαϊκή αγορά ελαιολάδου, µε τις ισπανικές κοοπερατίβες να προειδοποιούν ήδη για χαµηλότερη του αναµενόµενου διαθεσιµότητα, εφιστώντας την προσοχή για υιοθέτηση καλών εµπορικών πρακτικών και αντιπροσωπευτικών τιµών, ώστε να µην βρεθεί πάλι ο κλάδος µέσα στην Άνοιξη µε οριακά αποθέµατα, δίχως κανέναν κερδισµένο.
Η χρονιά ανοίγει µεν χονδρικά µε το έξτρα στην Ελλάδα γύρω στα 7 ευρώ και οµαλή µετάβαση στα νέα δεδοµένα, ωστόσο σηµασία έχει να επικρατήσει η κοινή λογική στο βάθος της σεζόν 2024/25, δίχως αχρείαστη σπέκουλα που θα γυρίσει σε δεύτερο χρόνο να χτυπήσει τα θεµέλια του µεσογειακού ελαιοκοµικού οικοδοµήµατος. Ενδεικτικά, τα µαθηµατικά της ισπανικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισµών, βγάζουν συνολική διαθεσιµότητα 1.716.000 τόνων στη χώρα (1.290.000 εκατ. τόνους παραγωγή + 242.000 τόνους εισαγωγές + τελικό απόθεµα 2023/24), νούµερο το οποίο παραµένει 275.000 τόνους κάτω από το µέσο όρο 5ετίας, παρά τη µερική ανάκαµψη της παραγωγής.
Κοινώς, οι αρχικές βαρύγδουπες δηλώσεις «ειδικών» στην Ιβηρική για 4,00-5,00 ευρώ στο έξτρα από το πρώτο τρίµηνο 2025 ώστε να φάει ο πολίτης «φθηνό λάδι», είναι εκτός πραγµατικότητας. Το τελευταίο διάστηµα µάλιστα, η ρητορική έχει αντιστραφεί µε τους ίδιους ανθρώπους µισό χρόνο µετά να βρίσκουν το εύρος των 6 µε 6,5 ευρώ ως µια καλή βάση για να έχουν όλοι αξιοπρεπές έσοδο και ταυτόχρονα το τυποποιηµένο προϊόν στο ράφι να πέσει κάτω από τα 9-10 ευρώ σε µέσους όρους, διατηρώντας την πολυπόθητη κατανάλωση στα επιθυµητά επίπεδα. Βέβαια, η πραγµατική αγορά ευελπιστεί να µείνει στα 7 ευρώ.
Το στοίχηµα των 400.000 τόνων
Σε διεθνές επίπεδο, έχει ιδιαίτερη σηµασία φέτος να επιστρέψουν στο ελαιόλαδο οι 200.000 τόνοι κατανάλωσης που κατευθύνθηκαν στο πυρηνέλαιο και οι υπόλοιποι 200.000 τόνοι που χάθηκαν κυρίως σε σπορέλαια. Μία κακή διαχείριση του ελλείµµατος των 400.000 τόνων (το 12,5% µιας µέσης παραγωγής 3,2 εκατ. τόνων) µπορεί να οδηγήσει σε βάθος µιας σεζόν σε δηµιουργία πληθωρικού στρατηγικού αποθέµατος και εν τέλει πίεσης των τιµών παραγωγού σε µη διαχειρίσιµα επίπεδα για άγνωστο χρονικό διάστηµα, από το δεύτερο µισό του 2025. Η παγκόσµια παραγωγή ελαιολάδου µπορεί να µείνει τελικά κάτω από τους 3 εκατ. τόνους φέτος, όµως και πάλι είναι αυξηµένη κατά 500.000 σχεδόν χιλιάδες τόνους συγκριτικά µε την 2023/24, επιβάλλοντας µια καθοδική αναπροσαρµογή στις τιµές, η οποία χρειάζεται πολύ προσεκτική διαχείριση.
Να σηµειωθεί εδώ πως ο µόνος λόγος να αναθεωρηθεί προς τα πάνω η παγκόσµια παραγωγή είναι η Τουρκία, η οποία τελικά φαίνεται να… κατόρθωσε (erdonomics) να εξάγει -µε ρυθµό 10.000 το µήνα- και καταναλώσει εγχωρίως κάπου στους 100.000 τόνους µέσα στο καλοκαίρι, σύµφωνα πάντα µε τις τουρκικές αρχές, αναµένοντας διαθεσιµότητα… 470.000 τόνων, κάτι που στα αυτιά των «παλιών» του κλάδου µοιάζει µε αστείο. Υπενθυμίζεται πως από Οκτώβριο 2023 μέχρι Μάιο 2024, η Τουρκία, µία χώρα 85 εκατ. κατοίκων, κατανάλωσε το πολύ 100.000 τόνους ελαιόλαδο. Ακόμη και αν οι τιμές μέσα στη χώρα έπεφταν 50% το καλοκαίρι -που δεν έπεσαν-, ένας σχεδόν διπλασιασμός της εγχώριας κατανάλωσης μοιάζει αδύνατος.
Πλεόνασµα 230.000 τόνων βλέπει η Κοµισιόν
Αισθητή ανάκαµψη σε κατανάλωση, εξωκοινοτικό και ενδοκοινοτικό εµπόριο βλέπει για την ελαιοκοµική περίοδο 2024/25 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύµφωνα µε τις ετήσιες προβλέψεις που δηµοσιοποιήθηκαν 28 Οκτωβρίου. Πρέπει να αναφερθεί πως οι ευρωπαίοι δεν έχουν συνυπολογίσει τον αντίχτυπο από την ανοµβρία του Οκτωβρίου για ορισµένες χώρες όπως η Ελλάδα, βλέποντας 250.000 τόνους παραγωγή, όταν οι πιο αισιόδοξοι ντόπιοι γεωπόνοι θεωρούν απόλυτο ταβάνι τους 220-230.000 τόνους.
Αναλυτικά, η Κοµισιόν υπολογίζει την ευρωπαϊκή παραγωγή σε 1.952.400 τόνους, έναντι 1.531.700 πέρυσι. Αντίστοιχα, η εγχώρια κατανάλωση αναµένεται αυξηµένη από 1.220.400 σε 1.267.300 τόνους (+3,8%), οι συνολικές εξαγωγές αυξηµένες από 1.350.400 σε 1.440.500 τόνους (+6,7%) µε παρόµοιες θετικές ποσοστιαίες µεταβολές τόσο για εξαγωγές εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά τα τελικά αποθέµατα, αυτά προϋπολογίζονται επίσης αυξηµένα από 346.800 τόνους πέρυσι σε 576.500 τόνους την 30η Σεπτεµβρίου 2025.