Κοιτώντας λοιπόν το ελαιόλαδο από “μακριά” θα έλεγε κανείς πως τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο άσχημα τελικά και μάλλον θα μπορούσαν να είχαν πάει πολύ χειρότερα. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την τελευταία σεζόν 2023/24, η χρονιά ξεκίνησε 1 Οκτωβρίου με 400-450.000 τόνους απόθεμα (ανάλογα την πηγή) και πάνω σε αυτό το νούμερο ήρθε να προστεθεί η παγκόσμια παραγωγή των 2,4 με 2,5 εκατ. τόνων (πάλι το νούμερο διαφέρει ανάλογα την πηγή), διαμορφώνοντας ένα διαθέσιμο σύνολο 2,80 με 2,95 εκατ. τόνων ελαιολάδου κάθε μορφής. Πάνω σε αυτό έρχεται να “καθίσει” η πρόβλεψη του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας για κατανάλωση 2,699 εκατ. τόνων, διαμορφώνοντας τα τελικά αποθέματα της φετινής σεζόν σε ένα καθαρό νούμερο μεταξύ 200 και 350 χιλιάδων τόνων, το οποίο και (ανα)γνωρίζουν όλοι.
Καθώς λοιπόν το ελαιόλαδο είναι μια “μικρή” αγορά συγκριτικά με άλλα σπορέλαια, σε περίπτωση που ίσχυε το σενάριο πως η κατανάλωση έχασε 30 με 40% της δυναμικής της, δηλαδή θα έπαιζε στο όριο των 2 εκατ. τόνων βάσει της κατανάλωσης την 2021/22, τότε η νέα χρονιά θα ξεκίναγε με αποθέματα…1 εκατ. τόνων και το έξτρα παρθένο σε τιμές πολύ κάτω οποιουδήποτε κόστους.
Να σημειωθεί εδώ πως ενώ όλοι καταγράφουν σωστά πως η τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε ώστε να διασφαλιστεί η προμήθεια της αγοράς με πρώτη ύλη, λίγοι αποδέχονται πως αυτό έγινε επειδή πραγματικά δεν υπήρχε επάρκεια πρώτης ύλης αν η αγορά παρέμενε στα 5 ευρώ όπως την 2022/23 και οι ροές έμεναν ίδιες.
Τα όσα γράφονται περί 20-30-40% μείωσης της κατανάλωσης ελαιολάδου στερούνται αποδείξεων, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψιν πως κάθε κλαδική αγορά με ένα σημείο εισόδου (ελαιώνας) και ένα σημείο εξόδου (καταναλωτής) είναι κυκλική με αποτέλεσμα το έλλειμμα σε ένα μέρος των πωλήσεων (τυποποιημένο πχ) να μεταβαίνει σε ένα άλλο (ανώνυμη κατανάλωση) ή να “πέφτει” ποιοτικά από τη μία κλίμακα τιμολόγησης (έξτρα παρθένο) σε μία άλλη (ραφινέ, κλασικό, παρθένο ή προσωρινά πυρηνέλαιο). Αυτή η “μετάπτωση” όπως συνήθως λένε οι καθηγητές, αποτελεί προσωρινή συμπεριφορά και είναι δείγμα των πανίσχυρων ερεισμάτων του ελαιολάδου στους λαούς που το προτιμούν. Σαν έρθει ο εξορθολογισμός της αγοράς λοιπόν, αυτή η τάση εύλογα θα αντιστραφεί.
Ενδεικτικά λοιπόν της πραγματικής διεθνούς τάσης για μεγαλύτερη ζήτηση ελαιόλαδου είναι τα ευρήματα του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (ΔΟΕ) για τις επιδόσεις της κατανάλωσης. Όπως αναφέρεται στα προσωρινά στοιχεία του ΔΟΕ, η μείωση της από χρονιά σε χρονιά (2023/24 σε σύγκριση με την 2022/23) είναι μόλις 130.000 τόνοι πρώτης ύλης, παρά την σημαντική αύξηση της τιμής παραγωγού από τα 5 στα 8 ευρώ μεσοσταθμικά το κιλό. Συγκριτικά με την ποσοτικά πληθωρική 2021/22, η κατανάλωση είναι μεν 500.000 τόνοι κάτω, όμως αν αναλογιστεί κανείς την οργανική μείωση λόγω διαθεσιμότητας -η οποία συγκλίνει στο 28% κάτω με τους μέσους όρους 5ετίας- τότε αποδεικνύεται μαθηματικά πως η «στροφή» στα σπορέλαια αφορά μόλις το 8-12% της παραγωγής.
Νούμερο το οποίο είναι μικρό, με τον καταναλωτή να αναμένεται εύλογα να γυρίσει πίσω όταν βρει ελαιόλαδο με λίγο καλύτερο καρτελάκι στο ράφι.