Ο θησαυρός της ελληνικής γης, το ελαιόλαδο, δηλαδή ένα προϊόν που είναι άρρηκτα συνδεδεµένο µε τον αρχέγονο πολιτισµό και την ιστορία της χώρας, για λόγους που συνδυάζονται αποκλειστικά µε τα θέµατα οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, δεν κατάφερε ποτέ να βρει τη χαµένη του υπεραξία και να δικαιώσει την προσπάθεια των καλλιεργητών.
Ακόµα και στις «καλές εποχές» των συνεταιρισµών, το ελληνικό ελαιόλαδο παρέµεινε ένα «εµπόρευµα» χωρίς ξεκάθαρα δική του ταυτότητα, χωρίς σαφή αναφορά στον τόπο προέλευσής του και στο όνοµα του παραγωγού. ∆ύο µεγάλες για τα ελληνικά δεδοµέναιδιωτικές εταιρείες του χώρου είχαν καταφέρει να ποδηγετήσουν την εγχώρια αγορά τυποποιηµένου ελαιολάδου, αφήνοντας στους συνεταιρισµούς τον άχαρο ρόλο της διάθεσης του προϊόντος στο ελεύθερο εµπόριο και σε χύµα µορφή, ενός προϊόντος που µε κόπο συγκέντρωναν από τους παραγωγούς.
Οι λίγες απόπειρες που έγιναν για τυποποίηση και προϊόν ταυτότητας, κόλλησαν, είτε στην υπονόµευση από τον ιδιωτικό ανταγωνισµό είτε στην έλλειψη χρηµατοδότησης από το τραπεζικό σύστηµα. Κάπως έτσι οι συνεταιρισµοί, µικροί και µεγάλοι, δεν µπόρεσαν να δώσουν στο προϊόν την πραγµατική του αξία καιφυσικά να επιστρέψουν στον παραγωγό την αντίστοιχη υπεραξία. Η «Ελαιουργική» (Κοινοπραξία Ελαιουργικών Συνεταιρισµών) ήταν η πρώτη που υπονοµεύθηκε, για να ακολουθήσουν η Ένωση Ηρακλείου, η ΕΑΣ Σητείας, η ΕΑΣ Πεζών και η ΕΑΣ Μεσσηνίας.
Έτσι, η Ελαιουργική οδηγήθηκε σε εκκαθάριση, το Ηράκλειο πέρασε στον έλεγχο του ιδιώτη ελαιουργού Μιχάλη Αλιµπαντάκη, η Σητεία αναζητά την τύχη της (αρχικά µε τη Γαία του Κεφαλογιάννη και τώρα µε την τρόϊκα – Αντωνόπουλος, Ευθυµιάδης, Γαργαλάκος), τα Πεζά έχουν περάσει υπό τον έλεγχο της ΕΛΓΕΚΑ, ενώ η Μεσσηνία έχει «κουρνιάσει» στη… ζεστή αγκαλιά του όµιλου Κωσταντόπουλου. Αν µια σηµαντική οργάνωση του κλάδου καταφέρνει ακόµα να ανθίσταται στις πιέσεις της ιδιωτικοποίησης, είναι η ΕΑΣ Λακωνίας. Με δυσκολίες βέβαια. Και µε πόλεµο… πανταχόθεν!
Τα λίγα καλά µηνύµατα για τους ελαιοκαλλιεργητές, έρχονται από κάποιες µικρές τοπικής εµβέλειας οµάδες παραγωγών που επιχειρούν την καθετοποίηση της παραγωγής µε προσπάθεια στο εν λόγω πεδίο το branding. Βεβαίως, οι εν λόγω οµάδες είναι µικρές και λίγες. ∆ύσκολα θα γυρίσουν τον τροχό για τη διεθνή αναγνώριση του επώνυµου ελληνικού ελαιολάδου.
Ειδική ενίσχυση 30 ευρώ…τύπου ελεηµοσύνη
Μέσα σ’ αυτό το κλίµα ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση, επέλεξε να προσεγγίσει για µια ακόµη φορά το θέµα δια της µεθόδου… ελεηµοσύνη.
Η ειδική ενίσχυση των 30 ευρώ το στρέµµα (ίσως και λιγότερο κατά µέσο όρο) µπορεί να κοστίσει, αν κοστίσει, όπως υποστηρίζεται, στον κρατικό προϋπολογισµό περί τα 126,3 εκατ. ευρώ, εφόσον θα αφορά 145.000 επαγγελµατίες ελαιοπαραγωγούς, δεν πρόκειται ωστόσο να αλλάξει τις βασικές δοµές στην αγορά ελαιολάδου. Αντίθετα, πολλοί πιστεύουν ότι η εν λόγω ενίσχυση, εφόσον γίνει τελικά αποδεκτή και από τις Βρυξέλλες, θα «απορροφηθεί» σε ένα µεγάλο µέρος από την αγορά, δηλαδή από τις τιµές παραγωγού (µείωση), όπως συµβαίνει συχνά µε τις οριζόντιες ενισχύσεις. Θα είχε πολύ µεγαλύτερη απήχηση στο εισόδηµα των παραγωγών αν αξιοποιούνταν έστω για µια χρονιά, ως χρηµατοδότηση οργανώσεων που είναι σε θέση να κάνουν τυποποίηση.