Όταν το 2016 ο Κρητικός Μανώλης Αντωνάκης, υπάλληλος τότε σε γερµανική εταιρεία, βρέθηκε σε ένα ντελικατέσεν στην Κολωνία, προς έκπληξή του διαπίστωσε πως στα ράφια µε πολλών λογής ελαιόλαδα δεν υπήρχε ούτε ένα σητειακό. Ο υπάλληλος του εξήγησε πως αν και έχει ακουστά την περιοχή, προϊόν δεν έχει πετύχει στην αγορά. Τότε ο συνοµιλητής µας το πήρε απόφαση,«ένιωσα την ανάγκη να επαναφέρω το brand name Σητεία στην αγορά».
Η κληρονοµιά του κ. Αντωνάκη ήταν 1.200 ρίζες που συγκόµιζε κάθε Οκτώβρη ο πατέρας του και πριν από αυτόν ο παππούς του.Άρχισε να «ψάχνεται» και είδε πως αγοράζοντας σε πρώτη φάση συσκευασίες, θα µπορούσε να ξεκινήσει την περιπέτεια διεκδίκησηςγια το προϊόν του µερίδιο στην αγορά τυποποιηµένου ελαιολάδου.
«Για αρχή ένα ποσό γύρω στα 10.000 µε 15.000 ευρώ για την αγορά συσκευασιών και τη δηµιουργία ετικέτας είναι αρκετά για να ξεκινήσεις» εξηγεί στην Agrenda ο κ. Αντωνάκης, η παραγωγήτου οποίου κυµαίνεται στους πέντε τόνους ετησίως.
Στο ελαιόλαδο πρέπει πλέον να είναι κανείς αγρότης και έμπορος μαζί
Οι δουλειές εξελίσσονταν και η διάθεση του τυποποιηµένου ελαιολάδου του Μανώλη Αντωνάκη ξέφευγε από τα τουριστικά καταστήµατα της Κρήτης, όσο αγορές καταναλωτών υψηλού εισοδήµατος όπως είναι εκείνες της Βιέννης, του Γκρατζ, της Στουτγάρδης και της Κολωνίας ξεκλείδωναν. Πλέον τα ελαιόλαδα της Terra di Sitia εξάγονται στη Γερµανία, την Αυστρία, τη Σλοβακία και την Ελβετία, µε τον τζίρο των διεθνών πωλήσεων, εξαιτίας και της συνθήκης της πανδηµίας, να υπερβαίνει φέτος αυτόν της εσωτερικής αγοράς, όπως εξηγεί ο Κρητικός ελαιοπαραγωγός.
Το προϊόν βγήκε στην αγορά το 2016. «Μέχρι και πέρυσι ό,τι έσοδο έµπαινε στην εταιρεία επενδυόταν ξανά, µόλις φέτος άρχισε εκτός από βιώσιµη η ασχολία µου να γίνεται και κερδοφόρα» αναφέρει ο ίδιος, περιγράφοντας πως σταδιακά εγκατέλειψε τη δουλειά του τεχνικού προκειµένου να ασχοληθεί αποκλειστικά µε τη νέα επιχείρηση. «Έχει πολλή δουλειά στο χωράφι, πρέπει συνέχεια να φροντίζεις τα λιόφυτα» εξηγεί ο ίδιος. Ωστόσο οι δουλειές δεν περιορίζονται στον ελαιώνα, αφού µόλις πέσει ο ήλιος, ο κ. Αντωνάκης περνάει πολλές ώρες µπροστά στην οθόνη του υπολογιστή για να συντονίσει τις παραγγελίες και να αναζητήσει νέες αγορές.
«Πρέπει να ισορροπείς τον πρωτογενή µε την τυποποίηση. Είναι απαιτητικό το να λειτουργείς ως αγρότης και έµπορος µαζί» θα µας πει.
Στους επόµενους στόχους του είναι η επέκταση της επιχείρησης µε την αγορά συσκευαστηρίου και ελαιουργείου. Και τα δύο αυτά µαζί διαµορφώνουν µια επένδυση περί τις 250.000 ευρώ. «Για να είναι βιώσιµη µια τέτοια κίνηση θέλει να έχεις πολλές πωλήσεις» εξηγεί, ωστόσο φαίνεται πως αξίζει τον κόπο, αφού κόβει από τα κόστη του φασόν.
Άλλωστε το συσκευασµένο προϊόν δεν µπορεί να πέσει κάτω από τα 6 µε 7 ευρώ το κιλό, όταν το χύµα φέτος βρέθηκε πολλές φορές στα 2 ευρώ το κιλό. Ταυτόχρονα, όσο περισσότερες διακρίσεις και αγορές ξεκλειδώνονται, τόσο αυξάνεται το περιθώριο κέρδους.