του Γιάννη Πανάγου
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασαν σε άτυπη συνάντηση με τους δημοσιογράφους οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του ΣΕΒΙΤΕΛ, την ώρα που η τιμή παραγωγού έχει κάνει βουτιά 70% (από 10,5 σε 3,5 ευρώ το λίτρο) η αντίστοιχη τιμή του προϊόντος στο ράφι μόλις που προσεγγίζει τα 30% (από 12,5 στα 9,5 ευρώ το λίτρο).
Εν τω μεταξύ για άλλη μια φορά, οι εκπρόσωποι της εγχώριας βιομηχανίας τυποποίησης του ελαιόλαδου, σπεύδουν να καλύψουν το δικό το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που οι επιχειρήσεις τους παρουσιάζουν σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, πίσω από τον τενεκέ και τη δυνατότητα που έχουν μέχρι τώρα οι Έλληνες ελαιοκαλλιεργητές, να διαθέτουν ένα μέρος της παραγωγής τους σε συσκευασίες των 16 λίτρων.
Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, φαίνεται να έχουν γίνει ήδη σχετικές συνεννοήσεις με τις αρμόδιες αρχές, σε μια προσπάθεια να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο… το κυνήγι του τενεκέ και να χαθεί επί της ουσίας και η τελευταία διέξοδος των παραγωγών να διαθέτουν το προϊόν τους σε μια τιμή η οποία να καλύπτει στοιχειωδώς τα κόστη παραγωγής.
Αντίθετα, ομφαλοσκοπώντας εδώ και δεκαετίες, η εγχώρια βιομηχανία του κλάδου, δεν έχει καταφέρει να μετριάσει τις «διαρροές» χύμα ελαιολάδου προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, μια διαδικασία η οποία, όχι μόνο αδικεί την προσπάθεια των Ελλήνων καλλιεργητών αλλά αποβαίνει και σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της ίδιας της βιομηχανίας. Κι αυτό γιατί, σε πολλές περιπτώσεις, υψηλής ποιότητας extra παρθένο ελαιόλαδο που παράγεται στην Ελλάδα, χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό της ποιότητας άλλων ελαιόλαδων, τα οποία στη συνέχεια έρχονται να ανταγωνισθούν τα ελληνικά στις διεθνείς αγορές.
Κατά τα λοιπά, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία ανακοινώθηκαν από τους εκπροσώπους του ΣΕΒΙΤΕΛ στη «συζήτηση» με τους δημοσιογράφους, η εγχώρια παραγωγή κατά την τελευταία ελαιοκομική περίοδο διαμορφώθηκε περί τους 250.000 τόνους, με τη ζήτηση στο ράφι να αποκαθίσταται σταδιακά. Σημειωτέον ότι η εγχώρια κατανάλωση στις μεγάλες αλυσίδες λιανικής, ήταν κοντά στους 18.000 τόνους μέχρι το 2022 και πριν την άνοδο των τιμών, υποχώρησε στους 13.950 τόνους στην κορύφωση του πληθωρισμού και προσεγγίζει τους 15.800 τόνους με βάση τα στοιχεία της τρέχουσας περιόδου. Την ίδια στιγμή, οι τιμές στο ράφι, από τα 5-6 ευρώ το λίτρο το 2022, έφτασαν στα 11,5-12,5 ευρώ το λίτρο στην κορύφωση της έλλειψης (2023-2024) και κινούνται σήμερα σε ένα εύρος τιμής από 7,90-10,5 ευρώ το λίτρο.
Σχετική ανακοίνωση του ΣΕΒΙΤΕΛ έχει ως εξής:
Σειρά προβλημάτων και εκκρεμών θεμάτων που αφορούν στον ελαιοκομικό τομέα και κυρίως στην μεταποίηση, τυποποίηση, εμπορία και διακίνηση του ελαιολάδου, παρουσίασε ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου – ΣΕΒΙΤΕΛ, σε εκπροσώπους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε πρόσφατη συνάντησή τους.
Παράλληλα, μέσα από την αναλυτική συζήτηση και παρουσίαση, αναπτύχθηκαν από τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Κωσταντίνο Κουτσιούμπη, τον παριστάμενο Πρόεδρο της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης ελαιολάδου – ΕΔΟΕ Μανώλη Γιαννούλη καθώς και τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης – ΣΥΤΕΚ Γιώργο Ανδρεαδάκη, τεκμηριωμένα μέτρα και προτάσεις για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων του κλάδου, με στόχο την ανάπτυξη, την βιωσιμότητα και την εξωστρέφεια των επιμέρους τομέων παραγωγής και μεταποίησης.
«Η αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του ελληνικού ελαιολάδου με την παράλληλη ανάδειξή του σε προϊόν-πρεσβευτή της χώρας στις διεθνείς αγορές είναι μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των επαγγελματικών μας οργανώσεων» κατέληξαν οι συμμετέχοντες εισηγητές.
Τα θέματα που παρουσιάστηκαν, ήταν συνοπτικά τα επόμενα:
– ανάγκη καταγραφής των κατευθυντήριων γραμμών για την ανάπτυξη και υλοποίηση Εθνικής Στρατηγικής για το Ελληνικό Ελαιόλαδο, με σαφείς προτάσεις, δεσμεύσεις και δράσεις.
– διαρκή συνεργασία των αρμόδιων υπουργείων με τους θεσμικούς φορείς για την τήρηση της υλοποίησης των στόχων.
– μέτρα αντιμετώπισης του υψηλού κόστους παραγωγής του ελληνικού ελαιολάδου
– εξυγίανση τη εσωτερικής αγοράς και αντιμετώπιση των στρεβλώσεων κυρίως λόγω της εκτεταμένης μη νόμιμης διακίνησης χύμα ελαιολάδου τόσο στο λιανικό εμπόριο όσο και στους χώρους μαζικής εστίασης.
– ενίσχυση των ελέγχων, διασφάλιση της ιχνηλασιμότητας, βελτίωσης της ενημέρωσης των καταναλωτών και πάταξη φαινομένων νοθείας.
– προώθηση των εξαγωγών με ανάπτυξη συντονισμένης στρατηγικής προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές και δημιουργία ισχυρής εθνικής ταυτότητας για στοχευμένη προσέγγιση αγορών υψηλής προστιθέμενης αξίας.
– περαιτέρω βελτίωση, διασφάλιση και προβολή της εξαιρετικής ποιότητας του ελληνικού ελαιολάδου.
– ενημέρωση των παραγωγών για την υποχρέωση τήρησης των κανόνων για τις ορθές καλλιεργητικές πρακτικές αλλά και τους κινδύνους από την χρήση φυτοφαρμάκων και λοιπών σκευασμάτων.
– δημιουργία αυτοτελούς ΚΑΔ «Τυποποίησης Ελαιολάδου» (βάσει του ισχύοντος ΚΑΔ οι τυποποιητές ελαιολάδου θεωρούνται «υπεργολάβοι») για την ένταξη στον Αναπτυξιακό Νόμο.
– κατάταξη του Πυρηνελαίου ως «αγροτικό προϊόν» αντί του σημερινού χαρακτηρισμού ως «απόβλητο» με παράλληλη ένταξή του στα επενδυτικά Προγράμματα χρηματοδότησης του ΥπΑΑΤ.
– αναφορά στις προοπτικές της παγκόσμιας παραγωγής κατά την προσεχή ελαιοκομική περίοδο 2025/2026 και προσδοκίες για την ομαλοποίηση του επιπέδου των τιμών πρώτης ύλης και τελικού προιόντος.
