Σε αυτό το περιβάλλον, οι τιμές στην Ισπανία προσεγγίζουν τα 8 ευρώ το κιλό, η ελληνική αγορά εν μέσω απραξίας ακροβατεί στην περιοχή των 9 ευρώ, ενώ το ιταλικό εμπόριο διατηρεί την εσωτερική αγορά της Ιταλίας μια ανάσα από τα 10 ευρώ, πιέζοντας τις αγορές στην υπόλοιπη Μεσόγειο.
Σε καμία περίπτωση, το περιβάλλον αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποια κατάρρευση των τιμών.
Ξεφυλλίστε και κατεβάστε σε υψηλή ανάλυση το τεύχος 40 του Ελαίας Καρπός
Πάντως, η αγορά στην Ισπανία έκλεισε έξι εβδομάδες πτώσης, με τις τιμές να προσεγγίζουν πλέον τα 8 ευρώ το κιλό για τα έξτρα παρθένα ελαιόλαδα, σε μια συνθήκη που συνδυάζει τόσο ένα περιορισμένο αγοραστικό ενδιαφέρον, τουλάχιστον από το εσωτερικό κοινό, όσο και τις προσδοκίες του κλάδου ότι η επερχόμενη ελαιοκομική χρονιά θα σπάσει τον κύκλο των διαδοχικών μικρών παραγωγών.
Το επιχείρημα της υπερθέρμανσης της ισπανικής αγοράς, έρχεται να ενισχύσει και η χαμηλή ανταπόκριση της κατανάλωσης στον μηδενικό ΦΠΑ, που εισήχθη στις αρχές Ιανουαρίου, αφού τα τελευταία στατιστικά δεδομένα καταγράφουν για τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2024 περαιτέρω μείωση λιανικών πωλήσεων ελαιολάδου που ξεκινούν από το 2,2% για τα έξτρα παρθένα και φτάνουν το 28,9% για τα εξευγενισμένα ελαιόλαδα.
Αντιθέτως, η τάση στην ισπανική αγορά δείχνει να ενισχύει τη θέση στα ανταγωνιστικά φυτικά έλαια, με το ηλιέλαιο να παρουσιάζει αυξημένη ζήτηση στο ράφι της τάξης του 20% όσο η τιμή του έχει υποχωρήσει το τελευταίο δωδεκάμηνο κατά 31,6%.
Σε περίπτωση που πράγματι οι βιομηχανίες της Ιταλίας μπορέσουν να αντλήσουν ποσότητες από τις δεξαμενές της Τουρκίας και της Τυνησίας, κάτι που δεν αποκλείεται να συμβεί εντός της άνοιξης, με δεδομένο ότι οι δύο χώρες θα θελήσουν να αποδεσμεύσουν τα αποθέματά τους ενόψει της επόμενης χρονιάς, αφού πλέον δεν συντρέχουν λόγοι διατήρησης περιορισμών εξαγωγής, τότε διευκολύνεται ένας ξαφνικός ελιγμός πίεσης τιμών.
Στο μεταξύ, μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στις τιμές ελαιολάδου Ιταλίας και Ισπανίας σε μια συνθήκη που προετοιμάζει την αγορά της γειτονικής χώρας για μια επερχόμενη πίεση των τιμών, ειδικά σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις οι οποίες θέλουν την ισπανική αγορά να υποχωρεί τις επόμενες εβδομάδες σε επίπεδα κάτω των 8 ευρώ.
Καταλύτης για μια τέτοια εξέλιξη, η οποία θα έφερνε και μια αυτόματη προσαρμογή των ιταλικών τιμών κοντά στην περιοχή των 9 ευρώ στο Μπάρι, αν όχι χαμηλότερα, θα ήταν και το επερχόμενο άνοιγμα των αγορών της Τουρκίας και της Τυνησίας.
Την υπόθεση της διόρθωσης των τιμών ελαιολάδου στον παραγωγό έρχεται να ευνοήσει και ο βροχερός καιρός στα σημαντικότερα παραγωγικά κέντρα της χώρας και ιδίως της Ανδαλουσίας, όπου ο αρδευτικός χάρτης είναι σαφώς βελτιωμένος συγκριτικά με την κατάσταση του 2023 και του 2022.
Από την άλλη, τα διαθέσιµα αποθέµατα στις δεξαµενές των βιοµηχανιών τυποποίησης, δεν φαίνεται ότι µπορούν να εξασφαλίσουν τις ανάγκες των επόµενων µηνών, οπότε η επιστροφή της εµπορικής κινητικότητας είναι δεδοµένη.
Υπό αυτήν την έννοια, περισσότερο στρατηγικό παρά πραγµατικό µπορεί να χαρακτηριστεί το υποτονικό ενδιαφέρον από τους αγοραστές στα εµπορικά κέντρα του ελαιολάδου. Βέβαια, στην «πιάτσα» ακούγεται ότι οι εταιρείες προεξοφλούν επάρκεια αποθεµάτων για το υπόλοιπο της εµπορικής περιόδου. Σε κάθε περίπτωση, ο φόβος περί κατάρρευσης της κατανάλωσης, επιβεβαιώθηκε µόνο εν µέρει, µιας και η φειδώ των καταναλωτών στις παραγωγικές χώρες καλύπτεται από την περιέργεια νέων καταναλωτών Τρίτων Χωρών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως οι ΗΠΑ βρίσκονται πλέον πίσω από την Ιταλία στην κατανάλωση ελαιολάδου, με τη χώρα να καταναλώνει το 2023 375.000 τόνους, δηλαδή 35.000 τόνους λιγότερους απ΄ό,τι οι Ιταλοί.