του Λευτέρη Καπερνάρου
Η Πορτογαλία αποτελεί ανερχόμενη δύναμη στον κλάδο της ελαιοκομίας, και μπορεί ως το 2030 να είναι τρίτη στην παραγωγή ελαιολάδου παγκοσμίως σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών. Η ραγδαία άνοδος της παραγωγής της οφείλεται ως επί το πλείστον σε καλλιέργειες υπέρπυκνης φύτευσης. Η Ισπανία, αν και ήδη είναι με διαφορά η μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως, έχει ακόμα σημαντικά περιθώρια αύξησης της παραγωγής της λόγω της ανόδου των εντατικών καλλιεργειών.
Το όφελος
Οι καλλιέργειες πυκνής φύτευσης πρακτικά συνεπάγονται περισσότερα ελαιόδεντρα (έως και 3000 ανά εκτάριο) από ότι το παραδοσιακό είδος καλλιέργειας (70 έως 120 ανά εκτάριο) κάτι που φυσικά αντιστοιχεί σε εξαιρετικά αυξημένη παραγωγή, ενώ επίσης υποστηρίζονται ευκολότερα με αυτοματοποιημένα συστήματα φροντίδας. Αντιθέτως, η καλλιέργεια του παραδοσιακού είδους ελιάς απαιτεί περισσότερο κόπο και εργατικά χέρια, κάτι που την καθιστά πιο δαπανηρή και χρονοβόρα. Το οικονομικό όφελος της πυκνής φύτευσης είναι ωστόσο η μία μόνο όψη του νομίσματος.
Το κόστος
Η άλλη αφορά τα επακόλουθα της ανάπτυξης τέτοιων καλλιεργειών στο φυσικό περιβάλλον. Αρκετά στοιχεία δείχνουν ότι οι παραδοσιακές καλλιέργειες εναρμονίζονται πολύ καλύτερα με το οικοσύστημα από ότι οι πυκνής φύτευσης, ενώ παράλληλα οι τελευταίες εγείρουν περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Διάφορες μελέτες ερευνητών του πανεπιστημίου της Χαέν, έχουν αναδείξει μία σειρά πιέσεων που ασκεί η εντατικοποίηση των ελαιοκαλλιεργειών στην φυσική ισορροπία. Οι πιέσεις αυτές αφορούν το έδαφος, την ατμόσφαιρα αλλά και την βιοποικιλότητα.
Παρατηρήσεις των ερευνητών δείχνουν ότι η χρήση πρόσθετων λιπασμάτων στις πυκνές καλλιέργειες, αυξάνει την ρύπανση των εδαφών. Επιπροσθέτως, οι ρηχές ρίζες που έχουν τα ελαιόδεντρα πυκνής φύτευσης απαιτούν συχνό πότισμα, μία ανάγκη που οδηγεί σε κατάχρηση των υδάτινων πόρων. Αυτά τα δύο στοιχεία, συντελούν στην υποβάθμιση και διάβρωση του εδάφους, και συνεπώς στην ερημοποίηση.
Τα λιπάσματα επηρεάζουν επίσης αρνητικά την βιοποικιλότητα. Η συχνή χρήση τους αυξάνει τον αριθμό βακτηρίων και παρασίτων που θεωρούνται απειλή για τα ελαιόδεντρα. Ο λόγος είναι ότι ορισμένα έντομα και φυτά των οποίων η παρουσία στο οικοσύστημα δρα εξισορροπητικά για τον πληθυσμό των εν λόγω βακτηρίων, απειλούνται άμεσα από την εφαρμογή των λιπασμάτων.
Οι επιπτώσεις της πυκνής φύτευσης δεν περιορίζονται στο έδαφος. Επηρεάζουν επίσης και την ατμόσφαιρα, διότι απορροφούν σημαντικά χαμηλότερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα από ότι το παραδοσιακό είδος. Από όλα αυτά, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι παραδοσιακές καλλιέργειες είναι πολύ πιο φιλικές προς το περιβάλλον.
Παραδείγματα
Σε διάφορα μέρη που αναπτύσσονται ελαιόδεντρα εντατικής φύτευσης, έχουν προκύψει ζητήματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ανδαλουσία, ένα κατεξοχήν παράδειγμα περιοχής όπου εξαπλώνονται ραγδαία οι εντατικές καλλιέργειες, υπάρχουν σημάδια υποβάθμισης των εδαφών, όπως και σε άλλες ισπανικές περιοχές με ανάλογη δραστηριότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι στα μέσα του περασμένου έτους, η Ισπανίδα υπουργός περιβάλλοντος δήλωσε ότι η ιβηρική χώρα αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο ερημοποίησης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εντατικοποίηση των καλλιεργειών γίνεται πιο προσεγμένα. Ένα τέτοιο παράδειγμα συνιστούν οι εντατικές καλλιέργειες στο Alentejo, περιοχή της Πορτογαλίας που ευθύνεται για πάνω από το 75% της παραγωγής της χώρας. Σύμφωνα με ισχυρισμό του εκτελεστικού διευθυντή του τοπικού Αγροτικού Συνεταιρισμού(Olivum) σε ρεπορτάζ των Olive Oil Times, οι εν λόγω δραστηριότητες γίνονται με σεβασμό προς το περιβάλλον, με ενδεικτικά στοιχεία την μειωμένη χρήση λιπασμάτων, την προσεγμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων και την μέριμνα για καλά επίπεδα απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα.
Η προβλεπόμενη τάση
Εν μέσω λοιπόν αυτής της τάσης, οι παραδοσιακές καλλιέργειες βρίσκονται συλλογικά σε φθίνουσα πορεία. Ενδεικτικό είναι ότι πάνω από 5 εκατομμύρια εκτάρια παραδοσιακών καλλιεργειών παγκοσμίως βρίσκονται σε κατάσταση παραμέλησης η εγκατάλειψης.
Εν τω μεταξύ, η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου θα αυξηθεί στα 4.4 εκατομμύρια τόνους ως το 2050 σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, κάτι που εν μέρει θα οφείλεται στην αύξηση των καλλιεργειών πυκνής ή πολύ πυκνής φύτευσης, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της ελαιοκομίας.
Αρκετές χώρες της Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Τουρκία και η Τυνησία αναμένεται τα επόμενα χρόνια να βουτήξουν πιο βαθιά στα νερά των εντατικών καλλιεργειών. Αν αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιωθούν, απαραίτητο μοιάζει η ανάπτυξη πυκνών καλλιεργειών να συνοδεύεται από την ανάπτυξη μέτρων προστασίας του οικοσυστήματος.
Ένα ζήτημα που εκκρεμεί λοιπόν, είναι η εξισορρόπηση ανάμεσα στον σεβασμό του περιβάλλοντος και το κέρδος. Αν και οι παραδοσιακές καλλιέργειες απαιτούν περισσότερη υπομονή και εξειδικευμένη φροντίδα, εντούτοις η μαζική αντικατάσταση από εντατικές καλλιέργειες οδηγεί αναπόφευκτα σε περιβαλλοντικές διαταραχές. Ένα υγιές φυσικό τοπίο είναι η πιο διαχρονική εγγύηση για την σταθερή σοδειά και παραγωγή, και αυτό δεν θα πρέπει να παραβλέπεται στον βωμό του κέρδους.